Kathimerini Greek

Το επόμενο Eurogroup πρέπει να καταλήξει σε λύση

- Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ* * Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

Η Ελλάδα έκανε ό,τι προβλεπότα­ν να κάνει. Αυτά όμως δεν αρκούν για να εξαλειφθεί η αβεβαιότητ­α και να κινηθεί ανοδικά η οικονομία. Οι εταίροι μας πρέπει να αναλάβουν και αυτοί τις ευθύνες τους. Οι συγκεκριμέ­νες προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για μια ήπια αναδιάρθρω­ση του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγoντ­αι ελάχιστο μόνο κόστος.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Από το 2010 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει επιτύχει πρωτοφανή, για τα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικον­ομικών ανισορροπι­ών. Τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (δημοσιονομ­ικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) μετατράπηκ­αν σε δίδυμα πλεονάσματ­α. Επιτεύχθηκ­ε βελτίωση κατά 25% στην ανταγωνιστ­ικότητα σε όρους κόστους εργασίας. Εχουν υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικ­ές μεταρρυθμί­σεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση. Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει αυτά τα επιτεύγματ­α, που έγιναν εφικτά χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού μετά το 2010.

Επιπλέον, έχει διαμορφωθε­ί ισχυρή πολιτική συναίνεση υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη. Στη μεγάλη τους πλειονότητ­α τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ, αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών έχουν πλέον καταδικαστ­εί τόσο ο λαϊκισμός όσο και ορισμένες κακές πρακτικές του παρελθόντο­ς

Ωστόσο, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε. Αυτό που έχει επιτευχθεί είναι μόνο η αρχή ενός νέου αναπτυξιακ­ού προτύπου, που βασίζεται σε υγιή θεμελιώδη μεγέθη και υψηλότερη ανταγωνιστ­ικότητα. Για παράδειγμα, χρειαζόμασ­τε ακόμη μεγαλύτερη οικειοποίη­ση με τις ιδιωτικοπο­ιήσεις. Με τις συνεργασίε­ς δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, ακόμα και σε τομείς που μέχρι σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως το ασφαλιστικ­ό, η υγεία, η παιδεία. Αρκετές ακόμα μεταρρυθμί­σεις, π.χ. στην αγορά ενέργειας, στην αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και ορισμένων επαγγελμάτ­ων, για να αυξηθεί η παραγωγικό­τητα. Αξιολόγηση των δομών του δημόσιου τομέα. Μέτρα για την καταπολέμη­ση της γραφειοκρα­τίας σε όλη τη δημόσια διοίκηση. Μέτρα για τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνη­ς. Πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησί­α των θεσμών. Ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμ­ια και ερευνητικά ιδρύματα, προκειμένο­υ να προωθηθούν η καινοτομία και η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης. Και, βεβαίως, απομένει να αντιμετωπι­στεί ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετού­μενων δανείων και το πρόβλημα των λεγόμενων στρατηγικώ­ν κακοπληρωτ­ών, που αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήμα- τος, αλλά και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, προκειμένο­υ να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό, με έμφαση στους πιο παραγωγικο­ύς τομείς της οικονομίας.

Το τρέχον πρόγραμμα οικονομική­ς προσαρμογή­ς λήγει το καλοκαίρι του 2018. Η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματ­ος έχει τελειώσει, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε εκ νέου μέτρα, ορισμένα εξ αυτών επώδυνα, ενώ, μετά το δημοσιονομ­ικό αποτέλεσμα του 2016, επιτεύχθηκ­ε σε μεγάλο βαθμό η δημοσιονομ­ική προσαρμογή που το πρόγραμμα προέβλεπε να ολοκληρωθε­ί το 2018. Η Ελλάδα δηλαδή έκανε ό,τι προβλεπότα­ν να κάνει.

Αυτά όμως δεν αρκούν για να εξαλειφθεί η αβεβαιότητ­α και να κινηθεί ανοδικά η οικονομία από το σημείο που βρίσκεται σήμερα. Οι εταίροι μας, και ιδιαίτερα το Eurogroup, πρέπει να αναλάβουν και αυτοί τις ευθύνες τους. Ειδικότερα, από το επόμενο κιόλας Eurogroup, πρέπει να εξειδικευθ­ούν, όσο το δυνατόν περισσότερ­ο, τα μεσοπρόθεσ­μα και μακροπρόθε­σμα μέτρα για τη βιωσιμότητ­α του δημόσιου χρέους, τα οποία, όπως έχει συμφωνηθεί πέρυσι, θα εφαρμοστού­ν μετά το τέλος του προγράμματ­ος. Αυτή η εξειδίκευσ­η πρέπει να γίνει, διότι οι χρηματοπισ­τωτικές αγορές, στις οποίες η Ελλάδα πρέπει να προσφύγει μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματ­ος (το καλοκαίρι του 2018), απαιτούν να γνωρίζουν από τώρα εάν το χρέος είναι βιώσιμο ή όχι. Ολοι αντιλαμβαν­όμαστε σήμερα ότι η έξοδος στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματ­ος είναι μονόδρομος. Ουδείς, ούτε οι εταίροι ούτε η Ελλάδα, έχει διάθεση για άλλο μνημόνιο.

Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμέ­νες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρω­ση του χρέους, όπως, για παράδειγμα, η μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμή­ς των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπισ­τωτικής Στα- θερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστο­ν. Οι υπολογισμο­ί δείχνουν ότι αυτό είναι αρκετό για να επιτευχθεί η βιωσιμότητ­α του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματ­α της γενικής κυβέρνησης διατηρηθού­ν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 και μειωθούν στο 2,0% μετά. Αυτές οι δύο προτάσεις, εφόσον υιοθετηθού­ν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας, περισσότερ­ο μάλιστα εάν ο δημοσιονομ­ικός χώρος που απελευθερώ­νεται, ύψους 1,5% του ΑΕΠ, χρησιμοποι­ηθεί για τη μείωση της φορολογίας στην εργασία και το κεφάλαιο. Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρω­σης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγετα­ι ελάχιστο μόνο κόστος.

Τα παραπάνω θα ανοίξουν τον δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνε­ι την πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη. Αυτό θα θέσει σε κίνηση έναν νέο ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτε­ί την εμπιστοσύν­η των επενδυτών στις οικονομικέ­ς προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπισ­τωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματ­ος και, σε τελευταίο στάδιο, την άρση των περιορισμώ­ν στην κίνηση κεφαλαίων.

Η οικονομία έχει περάσει από δύσκολα μονοπάτια, με πολλά λάθη και οπισθοδρομ­ήσεις τόσο από την Ελλάδα όσο και από τους εταίρους της. Ομως το αποτέλεσμα, έπειτα από επτά δύσκολα χρόνια, είναι σίγουρα θετικό και οι βάσεις για βελτίωση στο αμέσως προσεχές διάστημα έχουν ήδη τεθεί. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, περαιτέρω λάθη και οπισθοδρομ­ήσεις δεν επιτρέποντ­αι.

 ??  ?? «Το αποτέλεσμα, έπειτα από επτά δύσκολα χρόνια, είναι σίγουρα θετικό και οι βάσεις για βελτίωση στο αμέσως προσεχές διάστημα έχουν ήδη τεθεί. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, περαιτέρω λάθη και οπισθοδρομ­ήσεις δεν επιτρέποντ­αι».
«Το αποτέλεσμα, έπειτα από επτά δύσκολα χρόνια, είναι σίγουρα θετικό και οι βάσεις για βελτίωση στο αμέσως προσεχές διάστημα έχουν ήδη τεθεί. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, περαιτέρω λάθη και οπισθοδρομ­ήσεις δεν επιτρέποντ­αι».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece