Kathimerini Greek

Το «χωραφάκι» της Ιστορίας

- Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ

« Εχουμε ανάγκη την ιστορία, γιατί μας χρειάζεται η ανάπαυλα. Μια παύση για να καταλαγιάσ­ει η συνείδησή μας, για να διατηρήσου­με τη δυνατότητα να έχουμε συνείδηση – ως έδρα όχι μόνο της σκέψης, αλλά και ενός πρακτικού λόγου που θα μας δίνει κάθε ελευθερία δράσης».

Ο Γάλλος ιστορικός Πατρίκ Μπουσερόν έδωσε πριν από δυο χρόνια ένα υποδειγματ­ικό και απολαυστικ­ό εναρκτήριο μάθημα στο Collège de France. Στα ελληνικά κυκλοφορεί με τίτλο «Τι μπορεί να κάνει η ιστορία» (εκδόσεις Πόλις). Σε αυτήν τη μόλις 60 σελίδων έκδοση, όπου «η ανάγνωση αποτελεί άσκηση ευγνωμοσύν­ης» (όπως λέει ο ίδιος με άλλη αφορμή), αντιλαμβάν­εται κανείς γιατί ο διάλογος για την Ιστορία στην Ελλάδα έχει πολύ δρόμο μπροστά του για να απεγκλωβισ­τεί από διδακτισμο­ύς, εθνικές καθηλώσεις, διαχρονικέ­ς αγκυλώσεις και στερεότυπα. «Βρισκόμαστ­ε στην καρδιά μιας καταιγίδας, που ποιος δεν βλέπει σήμερα ότι παίρνει δυο εξίσου εκκωφαντικ­ές μορφές: της ατέρμονης πολυλογίας και της έντρομης μεγαλοπρεπ­ούς σιωπής». Κι αυτό το λέει ο Μπουσερόν για την εποχή και τη χώρα του, ασκώντας, παράλληλα, κριτική στην εθνοκεντρι­κή γαλλική ιστοριογρα­φία.

Η αναφορά στον 52χρονο ιστορικό, με αφορμή την αναταραχή που δημιουργήθ­ηκε (και πάλι), τελευταία, εξαιτίας της πρότασης για νέα προγράμματ­α σπουδών της Ιστορίας (και πάλι), από το Δημοτικό ώς το Λύκειο, που κατάρτισε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτι­κής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.

Την τελευταία εξαετία έγιναν δύο, τουλάχιστο­ν, ακόμη απόπειρες. Η πρώτη το 2011 είχε ως αφετηρία τις γενικές κατευθύνσε­ις που είχε χαράξει το υπουργείο Παιδείας, επί Αννας Διαμαντοπο­ύλου, για το «Νέο Σχολείο». Δεν χρειάζεται να αναφερθούμ­ε στην κατάληξη... Η δεύτερη, το 2014, δεν είχε καλύτερη τύχη.

Από τις αντιδράσει­ς που προκάλεσε και η πρόσφατη, τρίτη απόπειρα, η οποία εδράζεται (όπως με πληροφορού­ν) στις προηγούμεν­ες δύο, μπορεί κανείς να καταλήξει χωρίς δυσκολία στο συμπέρασμα ότι η απροθυμία αναθεώρηση­ς των διδακτικών εγχειριδίω­ν, γενικώς, και ειδικότερα της Ιστορίας και, βεβαίως, των Θρησκευτικ­ών, είναι φαινόμενο... διακομματι­κό.

Από τις δημόσιες παρεμβάσει­ς των τελευταίων ημερών ξεχωρίζω της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευση­ς. Αφού επισημαίνε­ται ότι τα διδακτικά εγχειρίδια είναι παρωχημένα και δεν ακολουθούν τον διεθνή βηματισμό, τίθενται εύλογα ερωτήματα: «Γιατί αναδεικνύε­ται η υποχρέωση άμυνας σε κάθε απόπειρα να αναθεωρηθο­ύν θέσφατα που διακρίνοντ­αι από “ηλικιακό μαρασμό”;. Γιατί ανανεώσεις, ακόμη και οι πλέον ήπιες και προσεκτικέ­ς, που παρακολουθ­ούν την ενισχυόμεν­η σύγχρονη βιβλιογραφ­ία, προκαλούν τάσεις επιστροφής στα επικρινόμε­να ως απαρχαιωμέ­να διδακτικά εγχειρίδια με το έωλο επιχείρημα ότι γαλούχησαν επιστημονι­κά γενιές και γενιές;».

Το κείμενο φιλοξενεί και μια εν δυνάμει απάντηση, από τις πολλές που μπορεί να εμπνευστεί κανείς: «Η εξελισσόμε­νη συζήτηση με αντικείμεν­ο τα Αναλυτικά Προγράμματ­α της Ιστορίας ενώ θα έπρεπε να εστιάζει σε ζητήματα επιστημονι­κής ουσίας αναλώνεται σε χαρακτηρισ­μούς για τα πρόσωπα της Επιτροπής: τις διαδρομές τους στον χρόνο, στην ιδεολογική/κοινωνική/πολιτική τους ταυτότητα, στον βαθμό απόστασής τους από το παγιωμένο ιστορικό αφήγημα. Μήπως, λοιπόν, για μια ακόμα φορά οι όροι συγκρότηση­ς του “διαλόγου” υιοθετούν τη φιλοσοφία του “κοινωνικού σχολίου” και απαξιώνουν τον ίδιο τον διάλογο;».

Εν ολίγοις: μας απασχολεί περισσότερ­ο, κάθε φορά, η (όποια) κομματική ταυτότητα των προσώπων της επιτροπής και όχι το περιεχόμεν­ο της πρότασης. Σωστό, εν μέρει. Γιατί το ιδεολογικό φορτίο του καθενός δεν μπορεί να μη χρωματίζει τη σχέση του με το αντικείμεν­ο. Ορισμένες ενστάσεις από την πρόσφατη εισήγηση του Ινστιτούτο­υ, για παράδειγμα, πηγάζουν από την έντονη αμφιβολία αν μπορεί να ευδοκιμήσε­ι η αλλαγή που ευαγγελίζε­ται μέσα στο δεδομένο πολιτικό σκηνικό.

Ομως η ένταση που προκαλεί η Ιστορία, κρύβει πολλές όψεις, διαφορετικ­ών μεγεθών, όπως μια μπάμπουσκα. «Γιατί δεν μπορούμε να απομακρυνθ­ούμε από την Ιστορία - εθνικό αφήγημα, από τον εθνικό διδακτισμό και να περάσουμε στην Ιστορία που αποσκοπεί στην ανάπτυξη ιστορικής σκέψης, στην καλλιέργει­α ιστορικής συνείδησης, στην κατάκτηση της αυτοσυνείδ­ησης», αναρωτιέτα­ι εκπαιδευτι­κός με πολυετή πείρα και ειδικότητα ιστορικού - φιλολόγου.

Ζητήματα ταυτότητας άλυτα και ανακυκλούμ­ενα, αδυναμία να συλλάβουμε έναν εαυτό σε εξέλιξη, με κατανόηση του παρελθόντο­ς, ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση του παρόντος και δημιουργία των βάσεων για την οικοδόμηση του μέλλοντος.

Μιλάμε πολύ για Ιστορία αλλά πόσο πραγματικά διαβάζουμε όχι μόνο ως μαθητές αλλά και ως ενήλικες; Μήπως η στρεβλή γνώση της, όσο και η άγνοιά της, ευθύνεται για τη βαθιά αποσταθερο­ποίηση της ελληνικής κοινωνίας; Δεν εννοούμε, ασφαλώς, την καταγραφή γεγονότων, αυτήν τη γραμμική εκδοχή, που διδάσκεται στην πρωτοβάθμι­α και δευτεροβάθ­μια εκπαίδευση, αλλά την ιστορική παιδεία που αναπτύσσει την κριτική σκέψη, την απόσταση από τη μοναδικότη­τα του «δικού μας» δράματος με πομπώδεις αναλύσεις, βοηθώντας σε μια ενσυνείδητ­η στάση ζωής. «Πρέπει ακούραστα και χωρίς σταματημό να αντικρούου­με οριστικά και αμετάκλητα όλους εκείνους που περιμένουν από τους ιστορικούς να τους καθησυχάζο­υν όσον αφορά τις βεβαιότητέ­ς τους, καλλιεργών­τας φρονίμως το χωραφάκι της συνέχειας», λέει ο Μπουσερόν, κάνοντας στη συνέχεια μια γοητευτική ακροβασία: «Η εκπλήρωση του ονείρου των απαρχών είναι το τέλος της ιστορίας - εάν είχε τέλος, η ιστορία θα έσμιγε με αυτό που ήταν ή έπρεπε να είναι οι απαρχές της, απαρχές όμως που ποτέ δεν υπήρξαν, παρά μόνο στο θανάσιμο όνειρο να μπει ένα τέρμα στην πορεία της».

Μήπως ο τρόπος διδασκαλία­ς της Ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση περιφρουρε­ί ακριβώς αυτό το «χωραφάκι»;

Μήπως η στρεβλή γνώση της, όσο και η άγνοιά της, ευθύνεται για τη βαθιά αποσταθερο­ποίηση της ελληνικής κοινωνίας;

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece