Αμεση αποδοκιμασία του πραξικοπήματος
Η πρώτη αντίδραση του Καραμανλή στην επιβολή της δικτατορίας υπήρξε η δήλωσή του, στις 23 Απριλίου 1967, με την οποία αποδοκίμασε το πραξικόπημα και τόνισε ότι προείχαν η «αποτροπή δεινών μεγαλυτέρων» και η αναζήτηση μεθόδων «αποκαταστάσεως της ομαλότητος».
Δεν είχε μεγάλες ελπίδες για κάτι τέτοιο ο Καραμανλής, ούτε και πίστευε ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα –τόσο κραυγαλέα ανεπαρκές το 1963-67– θα επιδείκνυε έξαφνα την απαιτούμενη ωριμότητα. Υπό αυτή την έννοια, η δήλωση υπήρξε απλώς μια καταγραφή της αντίδρασής του και μια προειδοποίηση για τα δεινά που έρχονταν. Δεν εξέφραζε όμως την πλήρη έκταση της απελπισίας που τον διακατείχε. Η δικτατορία κινδύνευε να οδηγήσει στην αναίρεση όλων των βασικών προτεραιοτήτων του: ανάπτυξη, πολιτική ομαλότητα, Ευρώπη.
Αντιλαμβανόταν, άλλωστε, ο Καραμανλής ότι οι δικτάτορες ήταν αποχαλινωμένοι, ανεύθυνοι άνθρωποι και δεν επρόκειτο να παραδώσουν την εξουσία. Ακριβώς τους φόβους αυτούς εξέφρασε με επιστολή του στον «πρωθυπουργό» της χούντας και άνθρωπο των Ανακτόρων, Κωνσταντίνο Κόλλια, στις 20 Ιουνίου: «Θεωρώ περιττόν να τονίσω τους κινδύνους που συνεπάγεται για το Εθνος οιαδήποτε απόπειρα μονιμοποιήσεως του παρόντος καθεστώτος». Τόνιζε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα επί χρόνια χαρακτηριζόταν από «αθλιότητα», αλλά «είναι αληθώς ατύχημα ότι η αντίδρασις [...] δεν προήλθεν από τους κόλπους του πολιτικού κόσμου της χώρας – όπως συνέβη εις Γαλλίαν» (ιδού πάλι το γκωλικό πρότυπο). Υπογράμμιζε, σε κάθε περίπτωση, ότι η αποκατάσταση της ομαλότητας ήταν η μόνη λύση. Από το αρχείο του – π.χ. την αλληλογραφία του με τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, που παρέδωσε την επιστολή στον Κόλλια – προκύπτει ότι δεν πίστευε πως οι δικτάτορες είχαν τέτοια πρόθεση. Δεχόμενος στο Παρίσι τον στρατηγό ε.α. Βασίλειο Καρδαμάκη τον Οκτώβριο του 1967 (και διαβλέποντας ότι αυτός είχε την πρόθεση να αναφέρει τις προθέσεις του στους συνταγματάρχες), του επισήμανε ότι οι δικτάτορες έπρεπε να παραδώσουν την εξουσία «μέχρι τέλος του έτους» σε κυβέρνηση «η οποία να δύναται να κάμη αυτά οποία δεν δύνανται να κάμουν οι ίδιοι». Στην προτροπή του Ν. Μακαρέζου, τον Νοέμβριο, να εισφέρει τη γνώμη του για την πορεία της χώρας, απάντησε ότι «δεν μπορώ να δώσω συμβουλάς διότι δεν τους έχω εμπιστοσύνην και διότι είναι πλέον αργά». Και στη συνέντευξή του στον «Monde» στις 28 Νοεμβρίου 1968, τόνισε ότι η δικτατορία θα είχε αποτραπεί εάν είχε επέλθει ο εκσυγχρονισμός του δημοσίου βίου, «άνευ του οποίου είναι αδύνατος η λειτουργία της Δημοκρατίας εν Ελλάδι».
Σε μήνυμά του στις 23 Απριλίου τόνισε ότι προείχαν η «αποτροπή δεινών μεγαλυτέρων» και η αναζήτηση μεθόδων «αποκαταστάσεως της ομαλότητος».