Η «λύση Καραμανλή» και τα όριά της
«Νομίζω ότι θα καταλαβαίνης καλύτερα τώρα την απροθυμίαν που είχα δι’ οιανδήποτε επαφήν μ’ έναν κόσμον αδιόρθωτον...».
Μετά την 21η Απριλίου, η συχνότητα των δημοσίων δηλώσεων του Καραμανλή καθοριζόταν από την πεποίθησή του ότι οι παρεμβάσεις του όφειλαν να προκαλέσουν μείζονα πολιτικά αποτελέσματα, αλλιώς θα βρισκόταν και ο ίδιος στη θέση των «λογάδων» τους οποίους δεν θεωρούσε σοβαρούς. Η ανάγκη για σοβαρότητα ήταν η πρώτη του προτεραιότητα. Οπως τόνισε σε επιστολή προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο τον Σεπτέμβριο του 1968, οι πρώτες ήδη σχετικές δηλώσεις του ήταν αρκετές, και οι Ελληνες πολιτικοί μπορούσαν να τον ακούσουν· «Αντ’ αυτού επιδίδονται εις κουτσομπολιά και έχουν αξίωσιν από μένα να ομιλώ για να τους διασκεδάζω».
Οπωσδήποτε, ήταν για τον ίδιο μία ηθική δικαίωση το γεγονός ότι, σύντομα μετά την 21η Απριλίου, όλοι πλέον (συμπεριλαμβανομένου του Α. Παπανδρέου) επιζητούσαν «λύση Καραμανλή». Αλλά, για έναν άνθρωπο σαν τον Καραμανλή, αυτό δεν σήμαινε ότι υπήρχαν οι προ- ϋποθέσεις μιας δικής του επιτυχούς παρέμβασης. Αν μη τι άλλο, δεν εμπιστευόταν τους πολιτικούς που τα είχαν «κάνει θάλασσα» το 196367. Για να δοθεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα, το 1969 έδωσε (μετά από πολλούς δισταγμούς) τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιηθεί το όνομά του ως πιθανού ηγέτη μιας μεταβατικής κυβέρνησης από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΕΡΕ και Ενωση Κέντρου) σε συνομιλίες με τους Αμερικανούς κατά τη διάσκεψη του ΝΑΤΟ που συνέπεσε με την κηδεία του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στην Ουάσιγκτον. Αλλά ενώ προηγουμένως η Ενωση Κέντρου είχε πιέσει για την προβολή του ονόματός του, την τελευταία στιγμή υπαναχώρησε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία τραγελαφική εικόνα. Για έναν άνθρωπο σαν τον Καραμανλή, που έδινε τόσο μεγάλη σημασία στην αξιοπιστία, τούτο αποτελούσε δείγμα έλλειψης σοβαρότητας, που οδηγούσε και σε δική του γελοιοποίηση. Εκτοτε, απαίτησε να μην ξαναχρησιμοποιηθεί το όνομά του σε τέτοιες υποθέσεις. Οπως σημείωνε στον Ν. Μομφεράτο: «Νομίζω ότι θα καταλαβαίνης καλύτερα τώρα την απροθυμίαν που είχα δι’ οιανδήποτε επαφήν μ’ έναν κόσμον αδιόρθωτον, ο οποίος ωδήγησε την χώραν στο σημερινό της κατάντημα και εξ αιτίας του οποίου εγκατέλειψα την πολιτικήν».