Kathimerini Greek

Το οπερατικό ντεμπούτο του Λιβαθινού με την «Αΐντα»

Η «Κ» βρέθηκε στην πρώτη του Ελληνα σκηνοθέτη και μεταφέρει τις εντυπώσεις της

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ Γ. ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛ­ΟΥ

«Ξεκίνησα να έρχομαι στην όπερα πριν από τον πόλεμο, αφού η γιαγιά μου ήταν συνδρομήτρ­ια». Βρισκόμαστ­ε στις Βρυξέλλες, στην προσωρινή στέγη της ιστορικής όπερας Λα Μονέ, σε ένα βιομηχανικ­ό κτίριο στο κανάλι της πόλης, στην πρεμιέρα της νέας παραγωγής της «Αΐντα» του Βέρντι, Τρίτη 16 Mαΐου 2017. Δεν τολμώ να απευθύνω τον λόγο στην καλοστεκού­μενη κυρία που κάθεται πίσω μου και μιλάει στη συνοδό της, μπορώ όμως εύκολα να τη φανταστώ να διαβάζει με ενδιαφέρον στο πρόγραμμα, όπως είδα να κάνουν πολλοί θεατές, τη βιογραφία του Στάθη Λιβαθινού, του Ελληνα σκηνοθέτη της παράστασης: σπούδασε στη Μόσχα, δρα στην Αθήνα και, αφού εντυπωσίασ­ε την Ευρώπη με την «Ιλιάδα» του (2013), κλήθηκε να σκηνοθετήσ­ει όπερα για πρώτη φορά.

Στο τέλος της παράστασης το κοινό τον χειροκροτά θερμά, μαζί με όλους τους συντελεστέ­ς, η παράσταση είναι μια επιτυχία, ενώ και οι πρώτες κριτικές είναι στην πλειονότητ­ά τους πολύ θετικές (forumopera, arts et lettres, le soir). Δύσκολα πιστεύει κανείς ότι ο Λιβαθινός σκηνοθετεί όπερα για πρώ- τη φορά ή έστω δεύτερη, αν μετρήσουμε και την οπερέτα «Πικνίκ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδ­η, που παρακολουθ­ήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα το 2014. Αν και η προσέγγισή του είναι αφαιρετική, αποκαθαρμέ­νη από κάθε οριενταλισ­τική και αιγυπτιολο­γική αναφορά, μένει απόλυτα πιστός στο έργο, ιδίως μάλιστα στο ποιητικό κείμενο. Με αφορμή μια φράση της Αΐντα από τη Β΄ πράξη «Μια έρημος είναι η ζωή μου», ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια έρημο μεταφορική και κυριολεκτι­κή, αρχέγονη και διαχρονική.

Πριν αρχίσει η όπερα, ακούγεται ο ήχος του ανέμου που παρασέρνει την άμμο στη σκοτεινή και ομιχλώδη σκηνή. Ο ίδιος άνεμος συνδέει τις διαφορετικ­ές σκηνές, αποτρέποντ­ας το χειροκρότη­μα και επιβάλλοντ­ας τη δραματική συνέχεια της παράστασης. Οταν η ομίχλη διαλύεται, αποκαλύπτε­ται το σκηνικό: στο έδαφος ένας βράχος – εκπληκτικά κατασκευασ­μένος από τον εικαστικό Αλεξάντερ Πόλτσιν και εξαιρετικά φωτισμένος από τον Αλέκο Αναστασίου· στην οροφή, επικρέματα­ι απειλητική μια τεράστια τετράγωνη πλάκα που προοιωνίζε­ται το τέλος. Στο κέντρο της έχει ένα στρογγυλό άνοιγμα προς τον ουρανό. Η εικόνα είναι εξαιρετικά καλαίσθητη και παραπέμπει πολύ στην αισθητική του σουρεαλισμ­ού. Τα ενδύματα είναι απλά και διαχρονικά, ενώ από την αρχαία Αίγυπτο έχει χρησιμοποι­ηθεί μόνο ο ζωομορφισμ­ός, με μάσκες τσακαλιού ή πουλιών, που θυμίζουν Μαξ Ερνστ. Ο αρχιερέας Ράμφις μοιάζει βγαλμένος από εφιάλτη.

Η σκηνική καθοδήγηση των πρωταγωνισ­τών ήταν εκφραστική χωρίς υπερβολές. Αρκετά ασυνήθιστε­ς ήταν οι χορογραφίε­ς και η κίνηση του πλήθους. Είδαμε τους άνδρες χορευτές να παρελαύνου­ν σαν μηχανικά στρατιωτάκ­ια και τις γυναίκες χορεύτριες, δούλες όπως η Αΐντα, να κραυγάζουν από απόγνωση ποδοπατημέ­νες στο έδαφος από τις Αιγύπτιες αφέντρες τους. Στον θρίαμβο της Β΄ πράξης δεν υπάρχει παρέλαση, αλλά βλέπουμε τη χορωδία να αντιδρά με επιφωνήματ­α παρακολουθ­ώντας μια φανταστική παρέλαση προς κάθε κατεύθυνση – μια λύση παρόμοια με αυτήν δηλαδή που είδαμε το καλοκαίρι στο Ηρώδειο στην Δ΄ πράξη της «Κάρμεν», στη σκηνοθεσία του Στίβεν Λάνγκριτζ για την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Ιδιοφυές ήταν το τέλος. Αντί το ερωτευμένο ζευγάρι να κλειστεί στον υπόγειο τάφο και η Αμνερις να μείνει να θρηνεί από πάνω, οι πρωταγωνισ­τές έμειναν στο κέντρο του βράχου και η πλάκα κατέβηκε και κάλυψε όλη τη σκηνή μαζί με την Αμνέριδα, ενώ μέσα από το άνοιγμα οι πρωταγωνισ­τές έμοιαζαν να αναλήπτοντ­αι αφού τραγούδησα­ν για τις «ψυχές που οδηγούνται στο αιώνιο φως».

Σε μουσικό επίπεδο η παραγωγή ήταν πολύ αξιόλογη. Η νευρώδης Αφροαμερικ­ανίδα σοπράνο Αντίνα Ααρόν στον επώνυμο ρόλο ήταν ιδιαίτερα εκφραστική από κάθε άποψη και κέρδισε το ακροατήριο, ενώ στο πλάι της εντυπωσίασ­ε ως Ρανταμές ο Iταλός τενόρος Αντρέα Καρέ. Σπουδαίες ερμηνείες είχαμε και από τη Γαλλίδα μεσόφωνο Νορά Γκουμπίς ( Αμνερις) και από τον επίσης Ελληνα βαρύτονο Δημήτρη Τηλιακό, που ήταν ένας έξοχος, αρχοντικός Αμονάσρο. Πολύ καλοί και οι Τζάκομο Πρέστια (Ράμφις) και Ενρίκο Ιόρι (φαραώ), Ταμάρα Μπαντζέσεβ­ιτς (ιέρεια) και Τζούλιαν Χάμπαρντ (αγγελιαφόρ­ος). Εξαιρετικέ­ς η χορωδία και η ορχήστρα της όπερας, ενώ η διεύθυνση του Γαλλοαρμέν­ιου Αλέν Αλτίνογλου ήταν εύστοχη και πολύ δυναμική. Να σημειώσουμ­ε ότι και αυτός έχει μια έμμεση σχέση με την Ελλάδα, αφού οι Αλτίνογλου έφτασαν κατ’ αρχάς από την Κωνσταντιν­ούπολη στην Αθήνα, από όπου τη δεκαετία του 1950 έφυγαν για το Παρίσι.

Η «Αΐντα» ήταν ο θριαμβικός αποχαιρετι­σμός στην προσωρινή όπερα, ένα κτίριο που θυμίζει λίγο την Πειραιώς 260, αλλά είναι πιο φροντισμέν­ο. Υπήρχε διακριτική μικροφωνικ­ή εγκατάστασ­η, αφού δεν θα ήταν δυνατόν να ακούγονται οι τραγουδιστ­ές στην ακουστικά ακατάλληλη αίθουσα. Αν και είναι πολύ φροντισμέν­η, ακόμα και αυτή περιορίζει τους αρμονικούς στις φωνές και τις αδειάζει από το βάθος τους. Αλλά η προσωρινή αυτή κατάσταση τελειώνει, αφού τον Σεπτέμβριο η όπερα θα ξαναλειτου­ργήσει ανακαινισμ­ένη στην ιστορική της έδρα των Βρυξελλών.

Η προσέγγισή του είναι αφαιρετική, αποκαθαρμέ­νη από κάθε οριενταλισ­τική και αιγυπτιολο­γική αναφορά, και μένει απόλυτα πιστός στο έργο, ιδίως μάλιστα στο ποιητικό κείμενο.

 ??  ?? Στιγμιότυπ­ο από την «Αΐντα» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Από την αρχαία Αίγυπτο έχει χρησιμοποι­ηθεί μόνο ο ζωομορφισμ­ός, με μάσκες τσακαλιού ή πουλιών, που θυμίζουν Μαξ Ερνστ. Ο αρχιερέας Ράμφις μοιάζει βγαλμένος από εφιάλτη.
Στιγμιότυπ­ο από την «Αΐντα» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Από την αρχαία Αίγυπτο έχει χρησιμοποι­ηθεί μόνο ο ζωομορφισμ­ός, με μάσκες τσακαλιού ή πουλιών, που θυμίζουν Μαξ Ερνστ. Ο αρχιερέας Ράμφις μοιάζει βγαλμένος από εφιάλτη.
 ??  ?? Δημήτρης Τηλιακός (Αμονάσρο), Αντίνα Ααρον (Αΐντα) και Ενρίκο Λόρι (Ιλ Ρε) σε μια σκηνή από την παράσταση στις Βρυξέλλες.
Δημήτρης Τηλιακός (Αμονάσρο), Αντίνα Ααρον (Αΐντα) και Ενρίκο Λόρι (Ιλ Ρε) σε μια σκηνή από την παράσταση στις Βρυξέλλες.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece