«Σπάνιο κοκτέιλ η τέχνη του μαέστρου»
Η διάσημη δημοσιογράφος και συγγραφέας αποκαλύπτει τον μουσικό διευθυντή της Οπερας του Λονδίνου σερ Αντόνιο Παπάνο
Για να δουλεύεις με τραγουδιστές, πρέπει να είσαι όχι απλά καλός μουσικός, αλλά και καλός ψυχολόγος. Πρέπει να ξέρεις ν’ αναπνέεις και να είσαι ευαίσθητος μαζί τους, γιατί αυτοί έχουν τις λέξεις στο στόμα τους.
μας συνδέει αμοιβαία (νομίζω!) συμπάθεια από τότε που πρωτοήλθε στο Κόβεντ Γκάρντεν και βλεπόμαστε συχνά στις εκδηλώσεις του θεάτρου καθώς και σε φιλικά σπίτια. Γι’ αυτό η συνομιλία μας δεν έγινε στο γραφείο του, αλλά στο ευρύχωρο μπαρ του τελευταίου ορόφου μετά την πρεμιέρα της όπερας «Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» του Βάγκνερ, όπου ήταν παρόντες και όλοι οι συντελεστές της παραγωγής. Καθήσαμε σε τραπέζι πλάι στην ταράτσα με την υπέροχη θέα στις στέγες και στους τρούλους του Λονδίνου. Τσιμπήσαμε μεζέδες από δίσκους που κυκλοφορούσαν και ήπιαμε νερό (εκείνος) και άσπρο κρασί (εγώ). Αν και εξαντλημένος μετά την πεντάωρη παράσταση, κουβεντιάσαμε σχεδόν για τα πάντα εκείνο το βράδυ, ωστόσο συμφωνήσαμε να ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας τηλεφωνικά, καθότι την επομένη θα αναχωρούσα για την Ελλάδα.
O Τόνι Παπάνο –που έλαβε τον τίτλο του ιππότη από τη βασίλισσα Ελισάβετ το 2015– γιoρτάζει φέτος 15 χρόνια ως μουσικός διευθυντής της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου, το θρυλικό Κόβεντ Γκάρντεν. Το 2018 συμπληρώνει επίσης 15 χρόνια στο τιμόνι της ιστορικής Ορχήστρας της Ακαδημίας της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης, ρόλο για τον όποιο το 2015 τιμήθηκε με το Μεγαλόσταυρο της Ιταλικής Δημοκρατίας από τον πρόεδρο Ναπολιτάνο.
Χαρισματικός, προσηνής και προικισμένος με έμφυτο επικοινωνιακό ταλέντο, τα τελευταία πέντε χρόνια έχει αναδειχθεί και σε δημοφιλή παρουσιαστή τηλεοπτικών σειρών και εκπομπών στο ΒΒC με θέμα την όπερα. Στόχος του Παπάνο σ’ αυτές τις εκπομπές είναι να εξαφανίσει την επικρατούσα αντίληψη σε μερικούς κύκλους ότι η όπερα είναι «ελιτίστικη» τέχνη, άποψη που τον εξοργίζει.
Γιος Ιταλών μεταναστών από τον Νότο, γεννήθηκε το 1959 στην Αγγλία, όπου και έζησε τα πρώτα 13 χρόνια της ζωής του. Ο πατέρας του, Πασκουάλε, ήταν προικισμένος με καλή φωνή τενόρου. Οταν ο Τόνι ήταν 13 ετών, η οικογένεια μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη όπου ο πατέρας του ξεκίνησε επιτυχημένη καριέρα ως δάσκαλος τραγουδιού, βοηθούμενος αργότερα από τον νεαρό γιο του, ήδη εξαιρετικό πιανίστα. Στην ηλικία των 21 ετών ο Παπάνο στόχευε σε καριέρα πιανίστα. Ομως οι τραγουδιστές-μαθητές του πατέρα του τον έπεισαν ν’ αλλάξει προσανατολισμό και να γίνει μαέστρος γιατί, όπως ισχυρίζονταν, «έκανε το πιάνο να ηχεί σαν ορχήστρα!».
«Η τέχνη του μαέστρου είναι σπά- νιο κοκτέιλ», λέει. «Απαιτεί απαράμιλλη μουσικότητα, επικοινωνιακό ταλέντο, χαρισματική προσωπικότητα, ισχυρή θέληση και ηγετικές ικανότητες». Πιστεύει, όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί του, ότι η τέχνη του μαέστρου είναι βαθιά μυστηριώδης; «Είναι! Ο μαέστρος είναι, πρώτα απ’ όλα, αγωγός της μουσικής η οποία είναι η ίδια πολύ μυστηριώδης. Είναι γραμμένη σε μια παρτιτούρα, της οποίας οι σελίδες μπορεί να μοιάζουν γεμάτες, όμως η μουσική δεν είναι εκεί, δεν υπάρχει από μόνη της. Πρέπει να την υλοποιήσουμε εμείς, να μεταφράσουμε αυτά τα ξερά σημεία, τις νότες, και να τα μετατρέψουμε σε ήχο. Ο μαέστρος είναι λοιπόν “αγωγός” ανάμεσα στον συνθέτη και την ορχήστρα και, στη συνέχεια, ανάμεσα στην ορχήστρα και το κοινό. Φυσικά αυτό προϋποθέτει εμπειρία μιας ζωής. Πρώτον, όσον αφορά το πώς καταλήγεις στην ερμηνεία της παρτιτούρας και, δεύτερον, το πώς τη μεταφέρεις στην ορχήστρα. Η γλώσσα της μπαγκέτας και της χειρονομίας είναι προσωπική. Φυσικά, υπάρχει η τεχνική που όλοι οι μαέστροι μαθαίνουμε, αλλά ο τρόπος με τον οποίο την εκφράζουμε είναι εντελώς προσωπικός.
»Επιπλέον, για να γίνεις καλός μαέστρος όπερας και μάλιστα μουσικός διευθυντής ενός θεάτρου, πρέπει πρώτα απ’ όλα να σ’ ενδιαφέρει το θέατρο, τα λόγια (το λιμπρέτο), δηλαδή όχι μόνο η μουσική αλλά και η σκηνοθεσία, ο οπτικός παράγων, ολόκληρο το πακέτο. Για να δουλεύεις με τραγουδιστές, πρέπει να είσαι όχι απλά καλός μουσικός, αλλά και καλός ψυχολόγος. Πρέπει να ξέρεις ν’ αναπνέεις και να είσαι ευαίσθητος μαζί τους, γιατί αυτοί έχουν τις λέξεις στο στόμα τους. Τους θαυμάζω αμέριστα, γιατί οι φωνητικές χορδές είναι πολύ ευαίσθητο όργανο, και έτσι το ρίσκο για καθέναν από αυτούς είναι πολύ μεγάλο. Στις πρόβες προσπαθώ να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα που να κάνει την επιθυμητή ερμηνεία να μοιάζει “αναπόφευκτη”, δηλαδή απόλυτα φυσική, σαν να μην υπάρχει άλλος τρόπος ερμηνείας της συγκεκριμένης μουσικής».