Αγαπώ το διάβασμα, το κρασί, το φαΐ
Τώρα η όπερα έχει εξελιχθεί σε πιστευτό θέατρο, με τον μουσικό/φωνητικό και σκηνοθετικό/οπτικό παράγοντα πολύ πιο ενοποιημένους.
θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «στυλιστικός χαμαιλέων»: διευθύνει σχεδόν όλο το ιταλικό, το γαλλικό και αρκετό από το ρωσικό ρεπερτόριο, συν πολύ Ρίχαρντ Στράους και σύγχρονα έργα. Εμαθε να εμβαθύνει και στο βαγκνερικό ρεπερτόριο υπό τις καλύτερες συνθήκες, ως βοηθός του Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ τη δεκαετία του 1980, στον «ναό του Βάγκνερ», το Φεστιβάλ του Μπάιροϊτ. Χαμογελώντας θυμάται ότι, σύμφωνα μ’ ένα διάσημο προκάτοχό του, «όταν διευθύνεις τους “Γάμους του Φίγκαρο” του Μότσαρτ, είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου! Οταν διευθύνεις τον “Τριστάνο”, έχεις την αίσθηση ότι είσαι Σούπερμαν!».
Μετά το Μπάιροϊτ, ο Παπάνο διετέλεσε μουσικός διευθυντής της Οπερας της Νορβηγίας το 1990-92 και μουσικός διευθυντής της Βασιλικής Οπερας του Βελγίου, του Τεάτρ ντε Λα Μονέ, (Theatre de la Monnaie) το 1992-2002. Η θητεία του εκεί θεωρείται ως η Χρυσή Εποχή αυτού του Θεάτρου, το οποίο ανέδειξε σε ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης (έκτοτε το γόητρό του έχει εκπέσει αισθητά), και αποτέλεσε το «διαβατήριό» του για το Κόβεντ Γκάρντεν.
Χρειάστηκαν, λέει, πέντε χρόνια για να κερδίσει όχι μόνο την εκτίμηση και αγάπη των συνεργατών του –αυτό έγινε πιο σύντομα– αλλά κυρίως την πλήρη εμπιστοσύνη της ορχήστρας και για να εξοικειωθεί με το αγγλικό κοινό. «Το λονδρέζικο κοινό δεν επικροτεί εύκολα νέες οπτικές προσεγγίσεις και εξαγριώνεται με μερικές, ομολογουμένως κάποτε απαράδεκτες, καινοτομίες. Σε τέτοιες περιστάσεις, αισθάνεσαι τη δυσφορία του ενόσω διευθύνεις. Αισθάνεσαι τη σιωπή του, το ρίγος του όταν συνεπαίρνεται, καθώς και το αμήχανο βήξιμο, τη βαρεμάρα του, όταν βαριέται.
Νομίζω ότι είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι για πολύ καιρό η όπερα αποτελείτο συνήθως από τραγουδιστές με κοστούμια που ανέβαιναν στη σκηνή και απλά τραγουδούσαν μπροστά στο κοινό. Τώρα η όπερα έχει εξελιχθεί σε πιστευτό θέατρο, με τον μουσικό/φωνητικό και σκηνοθετικό/οπτικό παράγοντα πολύ πιο ενοποιημένους. Η ιστορία που διηγείται το λιμπρέτο πρέπει να παρουσιάζεται με τρόπο που να την καθιστά άμεσα κατανοητή από το κοινό. Οι σκηνοθέτες, (ο ρόλος των οποίων στις μέρες μας είναι καθοριστικός), πρέπει να υποφέρουν μαζί με τους ήρωες/ηρωίδες του έργου. Το πρόβλημα είναι ότι μερικές παραγωγές είναι εσφαλμένες και παρεξηγημένες, δηλαδή η ιστορία που θέλουν να διηγηθούν οι σκηνοθέτες δεν συμφωνεί με το λιμπρέτο!».
Οσον αφορά την προσωπική του καλλιτεχνική ωρίμανση, Ο Παπάνο θεωρεί σημαντικό να επιστρέφει σε έργα που έχει ήδη διευθύνει στο παρελθόν, όπως, π.χ. το «Πελλέας και Μελισάνθη» του Ντεμπισί και να τελειοποιεί τις ερμηνείες του με την πείρα που έχει αποκτήσει εν τω μεταξύ. «Ασφαλώς, όμως, πρέπει να καταπιάνομαι και με έργα για πρώτη φορά, όπως η “Ντάμα Πίκα” του Τσαϊκόφσκι, «ένα πυρετώδες δαιμονικό έργο που θα διευθύνω την επόμενη σεζόν. Το 2020 θα διευθύνω και τον πρώτο μου “Tανχόιζερ”, που ώς τώρα πάντα απέφευγα. Πάντα έδινα αυτή την όπερα σε όλους τους σέξι μαέστρους. Τώρα όμως πλησιάζει η δική μου σειρά!».
Υπάρχουν παραστάσεις ή συναυλίες που ξεχωρίζουν στη μνήμη του σαν εντελώς αξέχαστες, «Sternstunden», όπως λέγονται στο επάγγελμα («αστρικές στιγμές»), όπου όλα ήταν τέλεια και που άκουγε ακριβώς αυτό που ήθελε, αυτό που είχε στο μυαλό του; «Ναι, σε τουρνέ με τους Ιταλούς στη Δρέσδη και στη Βιέννη και με το Κόβεντ Γκάρντεν στην Ιαπωνία. Διότι στις τουρνέ, έξω από τον φυσικό χώρο και “σπίτι” του κάθε γκρουπ, είσαι σε θέση να ακούς καλύτερα και τα προσόντα του και εκεί είναι που βιώνω τη δική μου, προσωπική ικανοποίηση».
Ονειρα για το μέλλον; «Να δουλεύω λιγότερο! Αγαπώ πολύ το διάβασμα» (έχει διαβάσει σχεδόν όλη τη ρωσική λογοτεχνία –Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ– και πρόσφατα καταπιάστηκε με τον Ντίκενς), «αγαπώ το καλό κρασί και το καλό φαΐ και θέλω πιο πολύ ελεύθερο χρόνο για να τα απολαμβάνω!».