Χρησιμεύει άραγε σε κάτι η Ιστορία;
Ο ιστοριογράφος είναι ο στωικός στοχαστής της ακινησίας, εξηγεί σε μια ομιλία του ο Γάλλος μεσαιωνολόγος Π. Μπουσερόν
ΠΑΤΡΙΚ ΜΠΟΥΣΕΡΟΝ «Τι μπορεί να κάνει η ιστορία. Εναρκτήριο μάθημα στο Collège de France» μτφρ.: Γ. Μπαλαμπανίδης, Πόλις, 2017, σελ. 64
ειλικρινά σχεδόν προκλητικό, σε εποχές άκρατης χρησιμοθηρίας και επιστημονικού πρακτικισμού, να υποστηρίζεις ότι κάποια περιοχή της γνώσης δεν χρησιμεύει σε τίποτε συγκεκριμένο. Δεν θεραπεύει, δηλαδή, καμία πρακτική ανάγκη του σύγχρονου πολιτισμού, δεν δημιουργεί προστιθέμενη αξία σε μια οικονομία, ούτε νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες ή καινούργιες θέσεις εργασίας, δεν έχει σχέση με την προχωρημένη τεχνολογία και τις εφαρμογές της, και είναι πάντα ουραγός στις χρηματοδοτήσεις και στα ανταγωνιστικά προγράμματα. Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για μια από τις παλιότερες: την ιστορική επιστήμη.
Και πράγματι, ιδού η αλλόκοτη φύση της ιστοριογραφίας. Ενώ τυπικά, η ίδια μελετά τον παρελθόντα χρόνο στην αέναη και αδιάκοπη κίνησή του, όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί της σε υποχρεώνει να βγεις για λίγο από τον χρόνο, να τον «παγώσεις» και να τον παρατηρήσεις από το σημερινό παρατηρητήριο του στοχασμού και της σιωπής. Και υπό αυτή την έννοια, η ιστοριογραφία δεν είναι παρά ένα αργόσυρτο παγοθραυστικό. Με πλου ήρεμο και σταθερό δημιουργεί εκείνες τις ρωγμές στον παρόντα χρόνο που είναι απαραίτητες αν θέλει κανείς να επιχειρήσει τούτη την καταβύθιση στον χρόνο, όσο μπορεί πιο απαλλαγμένος από τις δεσμεύσεις της συγκυρίας που τον περιβάλλει. Οδηγοί αυτού του παγοθραυστικού είναι οι ιστοριογράφοι που από την εποχή του Θουκυδίδη και μετά ζουν κυριολεκτικά στον κόσμο τους, με άλλες προτεραιότητες από εκείνες του συρμού, ολίγον αιθεροβάμονες και πάντα είρωνες. Διότι είναι εκείνοι μόνο (μαζί με τους λογοτέχνες) που ξέρουν ότι το ποτάμι του χρόνου περνάει πάνω από τους ανθρώπους, ερήμην τους, χωρίς να τους ρωτάει για τίποτα. Και διότι –γιατί να μην το πούμε ευθέως;– γνωρίζουν ότι οι ίδιοι έχουν ως εμμονή τη μελέτη ενός αντικειμένου που δεν πρόκειται να κάνει κανέναν πραγματικά σοφότερο. Διότι απλούστατα, δεν διδάσκει τίποτα, άσχετα αν παλεύουμε επίμονα να του αποδώσουμε έναν «χρήσιμο» ρόλο. Ισως το μόνο που μαθαίνει να είναι η τέχνη της ανάπαυλας από όσα αγχωτικά μας εγκαλούν σε ακατάπαυστη δράση.
Ελάχιστοι ήταν και είναι οι πολιτισμοί που μπορούν να αντέξουν και να υποστηρίξουν απτά μια τέτοια σκληρή παραδοχή για το παρελθόν. Μια παραδοχή που να μην οδηγεί ούτε στη στωικότητα για τα περασμένα (Ασία) ούτε στο περιορισμένο ενδιαφέρον για το παρελθόν (όπως στις ΗΠΑ), στο όνομα της ακράδαντης πίστης στο μέλλον. Κι έτσι, δεν είναι τυχαίο που η σύγχρονη ιστοριογραφία, από τον 19ο αιώνα και μετά, άνθησε κυρίως στη Γηραιά Ηπειρο, που καιγόταν από την ανάγκη της αυτοσυνείδησης για όσα θαυμαστά αλλά και μοιραία είχαν ανθήσει κάποτε στο έδαφός της. Η κατηφής Ευρώπη
Η εναρκτήρια ομιλία, τον Δεκέμβριο του 2015, του Γάλλου καθηγητή μεσαιωνικής ιστορίας Π. Μπουσερόν στο πιο φημισμένο ίδρυμα της χώρας του, το Collège de France, αποτελεί μια στοχαστική συμβολή σε αυτήν ακριβώς τη διερώτηση. Δεν επιθυμώ να υπερβάλλω, μα η ομιλία του Μπουσερόν, που χαιρετίστηκε από τους συναδέλφους του ως μια από τις καλύτερες που έχουν διαβαστεί στην ιστορία του θεσμού, απολαμβάνεται σαν ποίηση. Δεν είναι μόνο η ομορφιά της γλώσσας του και η στυλιστική εκφορά των διατυπώσεών του, είναι και η υπαρξιακή δύναμη των σκέψεών του γύρω από την πρώιμη Ευρώπη και τις εξουσιαστικές δομές της. Ο Γάλλος ιστορικός μιλάει για την Ευρώπη μιας ελάχιστα γοητευτικής περιόδου, από τον 6ο ώς τον 15ο αιώνα, που δεν μπορεί να συγκριθεί σε γοητεία ούτε με το κάλλος της «Αναγέννησης», ούτε με τον Διαφωτισμό και τις δημοκρατικές επαναστάσεις, ούτε αργότερα με την άνθηση του καπιταλισμού. Μια μακρά φάση όπου φαινομενικά δεν συμβαίνει τίποτα συγκλονιστικό ή μεγαλειώδες. Η Ευρώπη βρίσκεται, όπως λέγαμε παλιά, σε «παρακμή», κατακερματισμένη σε μικρές κοινότητες λίγων ψυχών, έρμαιο των λοιμών και των συγκρούσεων, την ίδια στιγμή που η κινεζική αυτοκρατορία δείχνει να προηγείται τεχνολογικά και οικονομικά.
Κι όμως σε αυτή την καταχνιά είναι που γεννιούνται οι νέες μορφές της τέχνης του κυβερνάν, οι οποίες υπό την επιρροή και της θεολογικής σκέψης –κάτι που συνήθως ξεχνάμε– θα εξελιχθούν στις σύγχρονες τεχνικές διακυβέρνησης, στο δημοκρατικό πλαίσιο της νεωτερικότητας. Οπως εκεί είναι που συγκροτείται και κάτι άλλο: ο σύγχρονος «κατηφής» άνθρωπος, το ατομικό εκείνο υποκείμενο που καλείται να αποδεχθεί τη σταδιακή επαναδιαπραγμάτευση των συλλογικών ταυτοτήτων. Είναι αλήθεια εντυπωσιακό πόσο μοιάζει με εμάς τους «μοντέρνους» ο ψυχισμός εκείνου του εύθραυστου ανθρώπου του 15ου αιώνα.
Η ομιλία είναι και η απόδοση του οφειλόμενου σεβασμού στους δασκάλους τού Μπουσερόν από τον ίδιο. Πρόκειται για τη δεύτερη γενιά ιστορικών, όπως ο Ζορζ Ντιμπί και ο Ζακ Λε Γκοφ μετά τους θρυλικούς ιδρυτές της σχολής των Annales (Μπροντέλ, Μπλοχ κλπ.), που μετέτρεψαν την ιστοριογραφία από παράρτημα της φιλολογίας και εργαλείο του εθνικιστικού διδακτισμού, σε κοινωνική επιστήμη, με σύγχρονες τεχνικές μεθόδους και μεγάλο δυναμισμό, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ’80. Ο Μπουσερόν, μόλις 50 ετών, ανήκει στην τρίτη γενιά, και δείχνει ότι αν κάτι είναι που κάνει τις σχολές σκέψης τόσο μεγάλες είναι η συνέχεια και ο ατέρμονος κριτικός διάλογος μεταξύ των γενεών τους. Οπως άλλωστε και η διεπιστημονικότητα, εξ ου και ο διάλογος αυτός περιλαμβάνει και τον κοινωνιολόγο Π. Μπουρντιέ ή τον στοχαστή που διαφεύγει τις κλασικές κατατάξεις, Μ. Φουκό.
Σήμερα που η Ευρώπη έχει χάσει πια τα σκήπτρα του παγκόσμιου ηγέτη κι έχει πάψει να είναι η κυρίαρχη του πλανήτη, όπως είχε συνηθίσει επί πέντε αιώνες, ο λόγος του Μπουσερόν ακούγεται όντως σαν βάλσαμο. Μας θυμίζει, για παράδειγμα, τον ανθρωπισμό του Μοντέν που επιζητεί να καταλάβει ακόμη και τους «βάρβαρους» και την ανθρωποφαγία τους. Οχι μέσα από έναν πολιτισμικό σχετικισμό, που αποδέχεται τα πάντα ως «φυσιολογικά» αλλά μέσα από εκείνο το ευρύχωρο «εμείς» που διαπλάστηκε στα εργαστήρια των μικρών μεσαιωνικών πόλεων του μακρόσυρτου μεσαίωνα, και το οποίο παρείχε το πλαίσιο για τη γέννηση του σκεπτόμενου και αμφισβητία πολίτη.
Δεν είναι τυχαίο που η σύγχρονη ιστοριογραφία, από τον 19ο αιώνα και μετά, άνθησε κυρίως στη Γηραιά Ηπειρο, που καιγόταν από την ανάγκη της αυτοσυνείδησης για όσα θαυμαστά αλλά και μοιραία είχαν ανθήσει κάποτε στο έδαφός της.