Συμμαχία Ριάντ - Μόσχας με στόχο την αύξηση της τιμής του πετρελαίου
Οι δύο χώρες θεωρούν εργαλείο για την ανάπτυξη των οικονομιών τους τον «μαύρο χρυσό»
Η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία διαφωνούν σχεδόν στα πάντα: για τον πόλεμο στη Συρία, για την πολιτική έναντι του Ιράν, για τους δεσμούς με την Ουάσιγκτον. Οταν όμως τίθεται το ζήτημα της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, ποτέ στο παρελθόν δεν συμφωνούσαν τόσο πολύ.
Παρατηρήστε πώς οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου συμμάχησαν την περασμένη εβδομάδα, ώστε να πουν στις αγορές πως επιθυμούν την επέκταση της συμφωνίας για μείωσης της παραγωγής κατά εννέα ακόμη μήνες. Μέσω συντονισμένων διαρροών και επίσημων δηλώσεων από το Ριάντ και τη Μόσχα, που κυκλοφόρησαν προτού οι Σαουδάραβες συμφωνήσουν τις περικοπές με τα υπόλοιπα μέλη του ΟΠΕΚ, κατάφεραν να ενισχύσουν την τιμή του πετρελαίου κατά περισσότερο από 5% μέσα σε λίγες ημέρες.
«Το ζήτημα αφορά δύο χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο», εξηγεί ο Ιγκόρ Γιουσούφοφ, υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας από το 2001 έως και το 2004. Σαουδική Αραβία και Ρωσία έχουν κοινό συμφέρον να σταθεροποιήσουν επειγόντως την τιμή του εμπορεύματος στο οποίο βασίζονται οικονομικά και πολιτικά. Σε αυτή τη διαδικασία, οι δύο χώρες αλλάζουν την ισορροπία δυνάμεων στην οποία βασίζεται η παγκόσμια αγορά ενέργειας, έπειτα από χρόνια μειούμενης επιρροής του ΟΠΕΚ.
Το κατά πόσον η συμμαχία Ριάντ και Μόσχας είναι αρκετά ισχυρή για να αντέξει στον χρόνο ή αν θα διαλυθεί γρήγορα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η επέκταση της συμφωνίας μείωσης της παραγωγής θα οδηγήσει σε άνοδο των τιμών. Το διακύβευμα είναι πολύ υψηλό για τη Σαουδική Αραβία, διότι οι ΗΠΑ, παλιός και πιστός πελάτης, ενι- σχύουν τη θέση τους ως μεγάλου παραγωγού πετρελαίου.
Οι πιέσεις
Σαουδική Αραβία και Ρωσία πιέζονται από εσωτερικούς παράγοντες για να κάνουν τη συμφωνία να λειτουργήσει. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιθυμεί διακαώς να ενισχύσει τη ρωσική οικονομία, που μόλις βγαίνει από δύο χρόνια ύφεσης, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2018. Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο πρίγκιπας που είναι υπεύθυνος για την επιτυχία του ριζικού σχεδίου αναδιάρθρωσης της οικονομίας, έχει ανάγκη την υψηλότερη τιμή του πετρελαίου, ώστε να ενισχύσει την οικονομική αξία της Aramco, ενόψει της εισόδου της στο χρηματιστήριο τους επόμενους μήνες. Ηδη έχουν προκύψει τριβές μεταξύ Ριάντ και Μόσχας. Ενώ η Σαουδική Αραβία μείωσε γρήγορα την παραγωγή της κατά 600.000 βαρέλια την ημέρα, δηλαδή περισσότερο απ’ όσο είχε δεσμευθεί, η Ρωσία χρειάστηκε σχεδόν τέσσερις μήνες για να μειώσει τη δική της παραγωγή κατά 300.000 βαρέλια την ημέρα. Κατά διαστήματα, το Ριάντ φαίνεται πως χάνει την υπομονή του με τη Μόσχα, σύμφωνα με τις πηγές. Δεν πρό- κειται για νέο φαινόμενο. Την τελευταία φορά που οι δύο χώρες είχαν συντονίσει την ενεργειακή τους πολιτική, την περίοδο 2000 - 2004, η σχέση είχε καταρρεύσει, διότι η Μόσχα δεν είχε περιορίσει την παραγωγή όπως είχε υποσχεθεί και το Ριάντ είχε χάσει την υπομονή του.
Οι ισορροπίες
Ομως αυτό είχε συμβεί προτού αλλάξει η παραγωγή αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου την ισορροπία ισχύος στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Από τα μέσα 2014, οπότε άρχισε η πτώση των τιμών του πετρελαίου, οι περισσότεροι παραγωγοί έχουν αναγκαστεί να προσαρμοστούν, όντας αντιμέτωποι με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία τους ανάγκασαν να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους και να δανειστούν από τις αγορές.
«Το πρώτο κίνητρο είναι τα έσοδα από τα πετρέλαια», σχολιάζει ο Τζον Μπράουν, εκτελεστικός πρόεδρος του επενδυτικού οχήματος L1 Energy του Ρώσου δισεκατομμυριούχου Μιχαήλ Φρίντμαν και πρώην πρόεδρος της BP. Υπάρχει, όμως, και ένα δεύτερο κίνητρο: η αξιοποίηση «της γεωπολιτικής ισχύος της ενέργειας», προσθέτει. Ειδικότερα, το Ριάντ βλέπει την πολιτική για το πετρέλαιο ως εργαλείο, μέσω του οποίου μπορεί να επηρεάσει τη ρωσική διπλωματία στη Μέση Ανατολή, όπου Σαουδάραβες και Ρώσοι υποστηρίζουν αντίπαλες πλευρές στον πόλεμο της Συρίας και της Υεμένης. Η Μόσχα επιζητεί, εν τω μεταξύ, ρόλο στη Μέση Ανατολή πρώτη φορά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991.
Ριάντ και Μόσχα θέλουν να κατακτήσουν το μερίδιο επιρροής του ΟΠΕΚ στην αγορά ενέργειας.