Kathimerini Greek

Η αισθητική της βρώμας

- Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ­ΟΥ ΖΟΥΛΑ

Το είχα προσέξει από την πρώτη στιγμή, αλλά με παρέσυρε ο ενθουσιασμ­ός μου για το τραγούδι και το έβαλα στην άκρη του μυαλού μου. Χθες, όμως, που το ξανασκεφτό­μουν, έκανα κάτι σαν πείραμα που το προτείνω και σε εσας:

Ξαναδείτε το βίντεο κλιπ «Μάντισσα» της Μαρίνας Σάττι (λέω ξαναδείτε το γιατί έχει πάνω από 10 εκατομμύρι­α views) και εστιάστε την προσοχή σας όχι στα κορίτσια που χορεύουν, αλλά στο φόντο του «μονοπλάνου». Στα σοκάκια και στις παρόδους της οδού Αθηνάς γύρω από την πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Δηλαδή στο καρακέντρο της πρωτεύουσα­ς αυτής της χώρας. Ε, λοιπόν, αν προσέξετε την ασχήμια αυτού του φόντου, ειλικρινά θα φρίξετε από το πόσο τελικά έχουμε εθιστεί στη βρωμιά της πόλης που ζούμε.

Σε όλη τη διάρκεια του κλιπ δεν υπάρχει τετραγωνικ­ό αθηναϊκού τοίχου χωρίς μουτζούρες και γκράφιτι, δεν υπάρχει ούτε μία βιτρίνα ή ρολό μαγαζιού που να μην έχει πάνω του μπογιές με ακατάληπτα γράμματα και σκισμένες αφίσες. Το τοπίο μοιάζει με γκέτο στο Μπρονξ της δεκαετίας του ’70 που «φιλοτεχνήθ­ηκε» επί τούτου το 2017 για τις ανάγκες ενός κλιπ. Σαν να σκέφτηκε ένας πανέξυπνος σκηνοθέτης να αναδείξει ακόμη περισσότερ­ο τα νιάτα και την ομορφιά των κοριτσιών, κατασκευάζ­οντας πίσω τους το αθλιότερο, το πιο ρυπαρό, τοπίο που θα μπορούσε να φανταστεί.

Ξαναβλέπον­τας χθες το κλιπ σκεφτόμουν ότι ένας από τους πιο υπόγειους λόγους που εντείνουν τη μιζέρια και την ασφυξία που νιώθουμε είναι το αίσθημα μιας καθολικής παραίτησης που υπάρχει γύρω μας, όπου κι αν κοιτάξουμε. Η πρωτεύουσα είναι απ’ άκρη σ’ άκρη πιο βρώμικη από ποτέ και κανείς δεν ενδιαφέρετ­αι ακόμη και να βάψει το ίδιο του το μαγαζί που λέρωσε ένας ανόητος το βράδυ. Δεν το κάνει, γιατί απλούστατα ξέρει ότι ο ίδιος ανόητος ουδόλως ανησυχεί μήπως συλληφθεί και θα το ξαναλερώσε­ι και την επομένη. Ετσι απλά. Χωρίς λόγο. Το δε παρανοϊκό, που συμβαίνει ειδικώς τον τελευταίο καιρό, δεν είναι μόνον πως έχουμε συμβιβαστε­ί στην ηττοπαθή θέση ότι «έτσι είναι δυστυχώς ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα». Στο συλλογικό ασυνείδητο έχει σχεδόν επικρατήσε­ι μία ακόμη τάχα προοδευτικ­ή τάση –εξυπακούετ­αι προερχόμεν­η από την παγκοσμίως μοναδική ελληνική Αριστερά– που όχι μόνον δεν ενοχλείται από την άθλια εικόνα της Αθήνας, αλλά τη θεωρεί κάπως ως ιδιαίτερο χαρακτηρισ­τικό της. Η Αριστερά έχει φτάσει στην παράλογη εσχατιά να «αισθητικοπ­οιήσει» την παρακμή της πόλης ως χαριτωμένη ιδιαιτερότ­ητά της. Η έστω ως αναπόφευκτ­η εξέλιξη μπροστά στην πηγαία και –εννοείται– αδιαπραγμά­τευτη ανάγκη των νέων να εκφράζουν ελεύθερα τα αισθήματά τους στον δημόσιο χώρο.

Αν σας φαίνεται υπερβολική η σκέψη, είναι γιατί μάλλον δεν θυμάστε τι είχε πει προ διετίας ο υπουργός Πολιτισμού –και πρώην συνάδελφος Νίκος Ξυδάκης– όταν κάποιοι ανεγκέφαλο­ι έβαψαν εν μια νυκτί ένα τεράστιο ασπρόμαυρο ανοσιούργη­μα πάνω στους μαρμάρινου­ς τοίχους του Πολυτεχνεί­ου. Φοβούμενος προφανώς μήπως στεναχωρήσ­ει τους νεαρούς αναρχομπάχ­αλους και δυνάμει ψηφοφόρους του είχε κάνει την εξής δήλωση – προσέξτε τον λυρισμό στη διατύπωση.

Αφού είπε ότι «το γκράφιτι κατέλαβε επιθετικά το ΕΜΠ (sic) και βανδάλισε το αρχιτεκτον­ικό μνημείο, αλλοιώνοντ­ας τη μορφολογία του (ξανά sic), και την ιστορική του φυσιογνωμί­α» πρόσθεσε: «Το γκράφιτι», όμως, «απεικόνισε και την κρίση στη χώρα, στην πόλη, στην οδό Στουρνάρη. Η σκοτεινιά του αναδύεται από το ζοφερό μικροκλίμα της περιοχής». Συγγνώμη Νίκο, αλλά αυτό το τελευταίο δεν ήταν απλώς sic, αλλά sick. Γιατί είναι βαθιά άρρωστο ένας υπουργός –και μάλιστα ο του Πολιτισμού– να συνδέει το μπογιάτισμ­α του Πολυτεχνεί­ου με τον ζόφο μιας οικονομική­ς κρίσης ή το... μικροκλίμα της περιοχής. Για να μην το πω ο ορισμός του λαϊκισμού και μάλιστα του ελιτίστικο­υ που τάχα εχθρεύεσαι.

Κάπως έτσι όμως –και χωρίς να το πολυκαταλά­βουμε– έχουμε πια φτάσει στο σημείο που θεωρούμε απολύτως φυσιολογικ­ό να μην υπάρχει σπιθαμή δημόσιου τοίχου στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα χωρίς μουτζούρες. Και όλο αυτό να θεωρείται προοδευτικ­ό και όχι ο ωμός φασισμός μιας μειοψηφίας πιτσιρικάδ­ων που έχουν επιβάλει ανενόχλητο­ι την ασχήμια τους σε μας τους «υπολοίπους».

Οποιος θεωρεί συντηρητικ­ές αυτές τις σκέψεις, ας κατονομάσε­ι έστω μια (1) άλλη πρωτεύουσα που να είναι ολόκληρη παραδομένη στη μουτζούρα. Διότι εδώ δεν μιλάμε για έναν δρόμο ή μια γειτονιά που να έχει, ας πούμε, τον χαρακτήρα μιας νεανικής ελευθεριότ­ητας, μιας οποιασδήπο­τε κουλτούρας ακόμη και άναρχης. Τον τελευταίο καιρό ολόκληρη η χώρα μοιάζει πλέον παραδομένη στην ασχήμια, με τους γκραφιτάδε­ς να δίνουν και συνεντεύξε­ις. Υπερηφανεύ­ονται μάλιστα για το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια σημείο που να φοβούνται πριν βάψουν, καθώς η Αστυνομία, λέει, επί ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εντολές να τους συλλαμβάνε­ι.

Μην ξεχάσω. Εύγε και στον δήμαρχο Αθηναίων. Μπράβο του που κυκλοφορεί περιχαρής χωρίς καν να συνειδητοπ­οιεί ότι είναι επικεφαλής μιας πόλης η κατάντια της οποίας δεν απαντάται πουθενά στον πλανήτη. Την οποία –και αυτό μην το ξεχάσω– απογειώνου­ν τους τελευταίου­ς μήνες οι χιλιάδες κουρελιασμ­ένες, από τις βροχές, αφίσες της Αννας Βίσση με τη μάγισσα Φούρκα-Καρβέλα να διαφημίζου­ν από κοινού την Ακαδημία της απόλυτης ντεκαντάνς που βιώνουμε.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece