Συγγραφέας με καρκίνο: Θα γράψω γι’ αυτό;
Αποχαιρετίζοντας τη Βρετανή Jenny Diski, τη συγγραφέα με την οξυδερκή πένα
Οταν τον Ιούλιο του 2014 η 66χρονη τότε Jenny Diski έμαθε από τους γιατρούς της ότι έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα και ότι της έδιναν 2 - 3 χρόνια ζωής, αντέδρασε με το γνωστό σαρδόνιο χιούμορ της: «Καιρός ν’αρχίσω να φτιάχνω crystal meth (κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, ναρκωτικό των καιρών) λοιπόν», είπε, αναφερόμενη στον χαρακτήρα του Walter White, από την αμερικανική σειρά «Breaking Bad». Είτε οι γιατροί δεν είχαν ιδιαίτερη ποπ κουλτούρα είτε είχαν ακούσει το αστείο περισσότερες φορές απ’όσες άντεχαν τα νεύρα τους – σε κάθε περίπτωση, δεν γέλασαν. «Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται κανείς να πει ότι έχασα τη μάχη με τον καρκίνο. Ή ότι τον αντιμετώπισα. Δεν παλεύω, ούτε χάνω, ούτε κερδίζω, ούτε αντιμετωπίζω», είπε στον σύντροφό της Ian Patterson, τον Ποιητή, όπως αποκαλούσε τρυφερά.
Εχοντας βυθιστεί εδώ και κάποιες εβδομάδες σε μερικά από τα 18 βιβλία της, και διαβάζοντας τα αμέτρητα κείμενά της στο London Review of Books, όπου έγραφε τα τελευταία 25 χρόνια, αναρωτιέμαι ειλικρινά πώς γίνεται και αυτή η απερίγραπτα πλούσια πένα και το κοφτερό μυαλό να μην έλαβαν περισσότερη φήμη κατά τη διάρκεια της 30χρονης ενασχόλησής της με τα γράμματα.
«Ας είναι. Είμαι συγγραφέας. Εχω καρκίνο. Θα γράψω γι’ αυτό; Πώς γίνεται να μη γράψω; Υποκρίθηκα για μια στιγμή ότι δεν θα έγραφα, αλλά ήξερα ότι έπρεπε, γιατί το γράψιμο είναι αυτό που κάνω, και τώρα ο καρκίνος είναι αυτό που κάνω, επίσης», εκμυστηρεύεται στο πρώτο κείμενο (Diagnosis – Διάγνωση) με κεντρικό θέμα την αρρώστια στο LRB. Τα κείμενα συλλέχθηκαν και εκδόθηκαν μόλις δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό της στις 28 Απριλίου, σ’ ένα βιβλίο με τίτλο In gratitude (Με ευγνωμοσύνη).
Γεννημένη Jenny Simmonds στο Λονδίνο το 1947, η οικογενειακή της ιστορία προμήνυε σ’ έναν βαθμό το μετέπειτα πέρασμά της από ψυχιατρικές κλινικές, τις αυτοκτονικές τάσεις, τους νευρικούς κλονισμούς. Κόρη Εβραίων εργατών, ο πατέρας της ήταν όχι μόνο ένας τυχοδιώκτης, αλλά, όπως η ίδια έμαθε αργότερα, ένας μικροεπιχειρηματίας της μαύρης αγοράς και ζιγκολό για πλούσιες κυρίες. Στα 11 της χρόνια μπήκε εσωτερική σ’ ένα σχολείο για πολύ έξυπνα αλλά εξίσου προβληματικά παιδιά, από όπου την απέβαλαν όταν κάποιο βράδυ προσπάθησε να φύγει για βόλτα στο Λονδίνο. Ηταν 15 χρόνων. Την έστειλαν στην αστα- θή μητέρα της, όπου μέσα σε 48 ώρες είχε επιχειρήσει να δώσει τέρμα στη σύντομη ζωή της καταπίνοντας μερικές δεκάδες Nembutal (βαρβιτουρικό που χρησιμοποιείται ως υπνωτικό χάπι) της μητέρας της. To προηγούμενο βράδυ, η μητέρα της την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά, λέγοντάς της «δεν πειράζει που σε αγγίζω, είμαι η μητέρα σου». Η απόπειρα αυτοκτονίας της την έστειλε σε ψυχιατρική κλινική, πρώτη αλλά όχι τελευταία φορά στη ζωή της, και κάποιες βδομάδες αργότερα δέχτηκε την πρόσκληση της διάσημης συγγραφέως Doris Lessing να ζήσει μαζί της. Ο γιος της Lessing είχε υπάρξει συμμαθητής της στο τελευταίο σχολείο. «Μητέρα, υπάρχει ένα κορίτσι που αντιμετωπίζει δυσκολίες. Μου φαίνεται ενδιαφέρουσα περίπτωση. Θα ήθελες να επέμβεις;», ρώτησε ο Peter και η Lessing άνοιξε το σπίτι της στην νεαρή Jenny. Η πρόσκληση ήταν δίκοπο μαχαίρι όμως. Ενώ η Lessing, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχε ήδη γίνει διάσημη, η προσωπικότητά της δεν της επέτρεπε καμία τρυφερότητα ή ένδειξη αγάπης. Οταν η Jenny ρώτησε γιατί την «έσωσε», η Lessing έφυγε έξαλλη από το δωμάτιο και την επόμενη μέρα την περίμενε μ’ ένα γράμμα που μιλούσε για ψυχολογικό εκβιασμό.
Η συμφωνία
Εμεινε μαζί της 4 χρόνια και η σχέση τους κράτησε μέχρι το 2013, όταν η Lessing απεβίωσε σε ηλικία 94 χρόνων. Είχαν μια συμφωνία μεταξύ τους: Να μη γράψει η μία για την άλλη, συμφωνία που η Lessing δεν τήρησε εξ ολοκλήρου, εφόσον διάφορες ηρωίδες των βιβλίων της, όπως εκμυστηρευόταν στην Diski, βασίστηκαν στον χαρακτήρα της τελευταίας. Τα κείμενα σχετικά με τον καρκίνο της ήταν επίσης μια πρόφαση να γράψει για τη Lessing, που είχε πλέον πεθάνει, όπως και ο γιος της, με τον οποίο έζησε σ’ όλη της τη ζωή, πριν πεθάνει εξαντλημένος ψυχολογικά λίγες μόλις εβδομάδες πριν από τη μητέρα του. Στο κείμενο «What to call her» (Πώς να την αποκαλέσω) γράφει πως δεν υπήρχε κάποια λέξη για να περιγράψει τη σχέση της με τη διάσημη συγγραφέα. Δεν ήταν μητέρα της, δεν ήταν θετή μητέρα της, φίλη της, ή μέντορας της. Ηταν η γυναίκα στης οποίας το σπίτι έμενε.
Φεύγοντας από το σπίτι της Lessing, βρέθηκε στο Λονδίνο των ’60ς όπου κυριαρχούσαν το ελεύθερο σεξ, η χρήση ναρκωτικών και η ψυχεδελική μουσική. «Κανένας δεν σκεφτόταν τα ναρκωτικά ως ψυχαγωγία», γράφει στο βιβλίο της «The Sixties» και συνεχίζει: «Δεν ανησυχούσαμε για το πώς θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί δεν σκοπεύαμε να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο όπου το να τα βγάζεις πέρα είχε κάποια σημασία». Αναφέρει στη συνέχεια πως το τρα- γούδι των Rolling Stones, Mama’s little helper, που μιλάει για τις δυστυχισμένες νοικοκυρές που καταπίνουν χάπια για να απολέσουν τις ανούσιες μη χειραφετημένες ζωές τους, ήταν το άκρως αντίθετο της δικής τους συμπεριφοράς. «Ηταν εύκολο να παρασυρθούμε μακριά από μια πολιτική που είχε τόσο ξεκάθαρα αποτύχει, έναν δίκαιο πόλεμο που είχε αποτύχει να φέρει ειρήνη, και αυτοί που είχαν σώσει τον κόσμο από τον Χίτλερ δεν απέτρεψαν τον επόμενο τρόμο της ρίψης βόμβας στην Ιαπωνία. (...) Φόβος, πείνα, καταπίεση των αδυνάμων από τους δυνατούς. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, ενώ μας έλεγαν ότι η γενιά τους είχε θυσιαστεί για να δημιουργήσει έναν αξιοπρεπή κόσμο για μας. Και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η δουλειά των νέων να δείχνουν ευγνωμοσύνη, δουλειά τους είναι να καταστρέφουν τον κόσμο για να τον ξαναφτιάξουν ύστερα».