Καθολικό «όχι» από δικαστές και εισαγγελείς
Μια ψηφοφορία με εξαιρετικό ενδιαφέρον πραγματοποίησε η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με αφορμή το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με το οποίο επέρχονται αλλαγές έπειτα από πολλά πολλά χρόνια στη λειτουργία και το εκπαιδευτικό έργο της Εθνικής Σχολής Δικαστών, της σχολής δηλαδή από την οποία αποφοιτούν μετά τη Νομική οι νέοι δικαστικοί λειτουργοί.
Ποιο ήταν το αντικείμενο της ψηφοφορίας; Οι διατάξεις του νέου νομοσχεδίου, που προβλέπουν
μεταξύ άλλων εξετάσεις – με ένα τεστ– και βαθμολόγηση των δικαστικών μετά την παρακολούθηση υποχρεωτικών σεμιναρίων και την υποβολή του αποτελέσματος στον υπηρεσιακό τους φάκελο. Η ψηφοφορία έγινε ηλεκτρονικά και μετείχε περίπου το ένα τρίτο του συνόλου του δικαστικού σώματος από την ποινική και τακτική Δικαιοσύνη, 1.075 ψηφοφόροι, καθώς μόνον εκεί έγινε η σχετική διαδικασία και όχι σε άλλα δικαστήρια, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα διοικητικά ή το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Τι ψήφισαν οι δικαστές και οι εισαγγελείς, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων που εκδόθηκε από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Σε ποσοστό, σοβιετικού τύπου, 97,1% οι δικαστές και οι εισαγγελείς είπαν «όχι» στην εξέταση και βαθμολόγησή τους μετά την παρακολούθηση υποχρεωτικών σεμιναρίων και μόνον ένα 2,9% εξέφρασε θετική γνώμη.
Η απάντηση δικαστικών λειτουργών και μάλιστα σε ποσοστά καθολικής άρνησης για ένα θέμα έμμεσου ελέγχου των ουσιαστικών δυνατοτήτων εκπλήρωσης των καθηκόντων τους προκαλεί αίσθηση και εκπλήσσει. Γιατί να μη θέλουν οι δικαστές και οι εισαγγελείς να εξετάζονται και να βαθμολογούνται μετά την παρακολούθηση επιστημονικών σεμιναρίων; Η απάντηση δίδεται από τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους του δικαστικού σώματος, που οργάνωσαν και το δημοψήφισμα, έτσι όπως καταγράφεται στην ανακοίνωση της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων. «Οι δικαστικοί λειτουργοί αξιολογούνται από τα αρμόδια όργανα της επιθεώρησης κάθε χρόνο. Δεν δέχονται να υποβάλλονται σε γραπτές εξετάσεις οι οποίες αναπαράγουν τη μία και μοναδική αλήθεια του διδάσκοντος και στοχεύουν να κάμψουν την ελεύθερη γνώμη και επιστημονική άποψη».
Τώρα, σε τι παραβλάπτεται η δικαστική ανεξαρτησία, η έκφραση ελεύθερης γνώμης και η επιστημονική άποψη από την υποχρέωση δικαστών που παρακολουθούν ένα επιστημονικό σεμινάριο να εξετάζονται μετά την παρακολούθησή του, είναι θέμα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με λογικά επιχειρήματα.
Ωστόσο, η σημασία της αξιολόγησης των δικαστών οι οποίοι, έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, εξελίσσονται χωρίς να υπόκεινται σε ουσιαστικό έλεγχο, είναι θέμα που απασχολεί και την ηγεσία της Δικαιοσύνης και το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο επιχειρεί –έπειτα από δεκαετίες– να θέσει νέο πλαίσιο για τη δικαστική επιθεώρηση - αξιολόγηση των δικαστών με τον νέο Οργανισμό Δικαστηρίων που θα φέρει στη Βουλή μετά τις γιορτές.
Πάντως, κοινή παραδοχή είναι πως η υπάρχουσα κατάσταση της αξιολόγησης των δικαστών είναι εξόχως προβληματική, καθώς όλοι εξελίσσονται με βάση την επετηρίδα, σπάνια μένουν κάποιοι στάσιμοι, η επιθεώρησή τους είναι ουσιαστικά –για πάρα πολλούς λόγους– τυπική, με αποτέλεσμα οι ικανοί να χάνονται μέσα στον κυκεώνα των μετρίων και των μη ικανών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία ενός θεσμού, όπως η Δικαιοσύνη.
Σε ποσοστό 97,1% δεν συμφωνούν με την εξέταση και τη βαθμολόγησή τους μετά την παρακολούθηση υποχρεωτικών σεμιναρίων.