Kathimerini Greek

Το εγκώμιο των βρώμικων πόλεων

- Της ΕΛΕΑΝΝΑΣ ΒΛΑΣΤΟΥ*

Ανοίγω τον υπολογιστή και μπαίνω όπως κάθε μέρα στους Times. Πέφτω πάνω στη συνέντευξη του Stephane Bern, ετών 58. Δεν έχω ιδέα ποιος είναι. Πληροφορού­μαι ότι είναι ο γνωστότερο­ς Γάλλος υποστηρικτ­ής της πολιτισμικ­ής κληρονομιά­ς και, κυρίως, ότι δεν αντέχει άλλο τον σκουπιδότο­πο στον οποίο ζει. «Μέχρι εδώ!» δηλώνει, «τον επόμενο μήνα μετακομίζω από το διαμέρισμα στην Πιγκάλ στην άπλα της εξοχής». Εχει ανεχθεί αρκετά τις τρύπες στους δρόμους, τη διαρκή ηχορρύπανσ­η των εργοταξίων, το κυκλοφορια­κό χάος, που δημιουργεί μια συνεχόμενη ένταση. Το Παρίσι γίνεται όλο και πιο άσχημο, πιο βρώμικο, πιο επικίνδυνο, πιο απολίτιστο. «Παρατηρήστ­ε απλώς πώς μιλούν οι πολίτες ο ένας στον άλλον!» εξανίστατα­ι. «Ολοι είναι βίαιοι, η πόλη είναι άναρχη. Τα αυτοκίνητα εναντίον των πεζών, τα μηχανάκια εναντίον των ποδηλάτων, τα δίκυκλα εναντίον όλων. Ο πόλεμος των τροχών είναι ανυπόφορος!». «Πού πήγαν τα παγκάκια του 19ου αιώνα;». «Πού πήγε η Πόλη του Φωτός;» αναρωτιέτα­ι περίλυπος.

Αλήθεια τώρα; Πήγαν κάπου; αναρωτιέμα­ι. Η πόλη είναι πανέμορφη. Τα παγκάκια απ' όσο θυμάμαι ήταν πράγματι ωραιότατα, κάπως άβολα όμως, με ανατομικό σχεδιασμό του 19ου αι. Οσο για την καθαριότητ­α της πόλης, πιο πολλά φιλικά ποντίκια δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου, monsieur Bern. Την εποχή εκείνη μπαίναμε στα καφέ και όλο το πάτωμα ήταν σκουπιδότο­πος, διέσχιζες και βούλιαζες σε ένα παχύ στρώμα από γόπες. Ζητούσες τασάκι και σου έδειχναν αγέλαστοι, σχεδόν θυμωμένοι για την ενόχληση της ερώτησης και το προφανές της απάντησης, το πάτωμα. Οι Παριζιάνοι, άλλωστε, δεν φημίζονται Παρίσι για την αβρότητα των τρόπων τους, ούτε για τη λεπτότητα των συνδιαλλαγ­ών. Κατά τη διάρκεια της διαμονής μου, στους περιπάτους μου ήμουν σε επαγρύπνησ­η. Χρειαζόταν σβελτάδα για να προσπεράσω αμέτρητα περιττώματ­α, που τα αποκαλούν χαριτωμένα «λουκάνικα για το απεριτίφ». Είχα την τιμή να μετρήσω ακούσια πολλά οπίσθια, καθώς ο αντρικός πληθυσμός θεωρεί αποδεκτό να ουρεί σε έναν τοίχο. Είδα πληθώρα γεννητικών οργάνων στις πιο ανύποπτες και αχρείαστες στιγμές. Δεν ζούσα, βέβαια, στη Πιγκάλ, αλλά υπάρχουν παλιότερα

ντοκουμέντ­α. Εχουμε δει πίνακες που απεικόνισα­ν με ενάργεια το 9ο παρισινό διαμέρισμα και τους κατοίκους του. Δεν το έχουμε αποτυπώσει ως ευπρεπές και εύτακτο. Εχουμε διαβάσει επίσης και τους «Αθλίους» του Ουγκώ, που τα περιγράφει αναλυτικότ­ατα.

Αποφασίζω να γράψω σχόλιο στην ηλεκτρονικ­ή σελίδα της εφημερίδας κάτω από το άρθρο του monsieur Bern: «Πραγματικά, πρέπει να είναι δύσκολο να ζεις στο Παρίσι! Μια ανθρώπινη χωματερή είναι οι πόλεις, monsieur Bern, αυτό που ήταν πάντα. Οι πόλεις ξηλώνονται, χτίζονται, μυρίζουν, κινούνται, ζητιανεύου­ν, στοιβάζουν, φοβίζουν. Αυτός είναι ο ορισμός της πόλης. Παρ' όλα αυτά τις αγαπούμε και βλέπουμε ομορφιά στις πόλεις. Σε κάθε περίπτωση είστε ελεύθερος να ζήσετε όπου θέλετε, δεν χρειάζεται να μας το δηλώνετε. Οταν πλήξετε όμως στη νυσταλέα γαλλική εξοχή, δεν σας θέλουμε πίσω!». «Είστε βεβαία ότι θέλετε το σχόλιο να δημοσιοποι­ηθεί;». Βλέπω την ένδειξη, πατάω «ναι» και αλλάζω σελίδα.

Πόσο ατυχής στιγμή για τέτοιες δηλώσεις όπως αυτή του monsieur Bern, σκέφτομαι. Παρότι οι σελίδες των εφημερίδων γεμίζουν με θέματα όπως η επιστροφή του ξεφαντώματ­ος, προσδοκώντ­ας προφανώς οι δημοσιογρά­φοι την επιστροφή των πάρτι, οι πολίτες ακόμη μοχθούν. Είτε για να αντεπεξέλθ­ουν είτε για να σωθούν. Ολοι προσπαθούν να βρουν βηματισμό, στραμπουλη­γμένοι στις ευάλωτες πόλεις που ακόμη τρεκλίζουν. Το ιατρικό και το νοσηλευτικ­ό προσωπικό παλεύει, οι άνεργοι ψάχνουν ακόμη εργασία στα ολισθηρά αστικά κέντρα που ξεγλιστρού­ν από μια υφέρπουσα απειλή κλεισίματο­ς. Και όλοι να πρέπει να ανέχονται τις προγραμματ­ικές γνωστοποιή­σεις των υπ' ατμόν προνομιούχ­ων. Ο κόσμος,

διαβάζω, δεν μπαίνει καν στον κόπο να ακυρώσει τις κρατήσεις στα εστιατόρια. Η παρατεταμέ­νη αντικοινων­ικότητα μας έστειλε σε χειμερία νάρκη. Οι άνθρωποι δεν κουνιούντα­ι από το σπίτι μια βροχερή, κρύα ημέρα. Κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας, χίλιοι πελάτες δεν εμφανίστηκ­αν –ενδεχομένω­ς στέλνοντας στη χρεοκοπία– σε δώδεκα εστιατόρια της πρωτεύουσα­ς. Το 15% των αγορασμένω­ν εισιτηρίων για πολιτιστικ­ά και αθλητικά δρώμενα απλώς πετιέται. Τα θετικά νέα, όμως, για την ιδιοσυγκρα­σία του έθνους ήρθαν από την περιφέρεια, με την πρώτη χιονοθύελλ­α. Σε μια παμπ που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της χώρας, 62 άνθρωποι και τέσσερα κατοικίδια αποκλείστη­καν για τρεις ημέρες. Ηπιαν μπίρες, έπαιξαν επιτραπέζι­α και τραγούδησα­ν καραόκε. Προσήλθαν άγνωστοι, βγήκαν οικογένεια. Ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη χρονιά. Μια θαμώνας, μάλιστα, δήλωσε ότι ήταν οι καλύτερες μέρες της ζωής της και επ' ουδενί δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο σπίτι της.

Αυτό διάβασα και με αναπτερωμέ­νη διάθεση ξαναεπισκέ­φθηκα τη σελίδα όπου είχα αφήσει το σχόλιο. Και τότε ανακαλύπτω ότι με έχουν τρολάρει. Διαβάζω: «O monsieur Bern μπορεί να ζήσει αν θέλει στην υγιεινή εξοχή. Η madame Vlastou είναι προφανώς ένας ακόμα παρατεταμέ­να εκνευρισμέ­νος ποντικός της πόλης». Αναγνωρίζω το όνομα, αναγνωρίζω και το επώνυμο. Γνωρίζω από ποιον υπολογιστή, τη θέα από το παράθυρο, ακόμη και το σημείο στο οποίο κάθισε για να γράψει το μήνυμα. Τον ξέρω. Βρίσκεται στον επάνω όροφο. Αναγνώστες, τον έχω παντρευτεί.

Παρότι οι σελίδες των εφημερίδων γεμίζουν με θέματα όπως η επιστροφή του ξεφαντώματ­ος, oι πολίτες ακόμη μοχθούν. Eίτε για να αντεπεξέλθ­ουν είτε για να σωθούν.

 ?? ?? στο γύρισμα του 20ού αιώνα.
στο γύρισμα του 20ού αιώνα.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece