Η ευρωπαϊκή διέξοδος των νέων δημοκρατιών
Στο μυαλό των πολιτικών ελίτ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η ασταθής πολιτική κατάσταση σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, με πιθανή επίπτωση την υπονόμευση της ισχύος και συνοχής της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, έγινε αναπόσπαστο μέρος αυτού του μεταβαλλόμενου σκηνικού κρίσεων στη Νότια Ευρώπη. Πώς θα μπορούσε η ΕΟΚ να παρέμβει και να εγγυηθεί την εσωτερική σταθεροποίηση σε αυτές τις χώρες; Η απάντηση σχετικά με το πώς θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί η κρίση ήρθε απροσδόκητα από τους ίδιους τους αιτούντες, που επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια ένταξής τους στην ΕΟΚ, θεωρώντας την ως το μόνο κατάλληλο φόρουμ για την υποστήριξη των διαδικασιών εκδημοκρατισμού τους. Και οι τρεις επικαλέστηκαν το απλουστευτικό αλλά πειστικό πολιτικό επιχείρημα της προώθησης του εκδημοκρατισμού (αντί της έμφασης στα οικονομικά οφέλη, όπως συνέβαινε πριν από την πτώση των δικτατορικών τους καθεστώτων).
Ο Καραμανλής, μετά την υποβολή αίτησης προσχώρησης στην
Κοινότητα, επιχειρηματολόγησε στους Δυτικοευρωπαίους ομολόγους του ότι τυχόν αποτυχία του στο μέτωπο της ένταξης στην ΕΟΚ θα υπονόμευε τη θέση του, θέτοντας σε κίνδυνο την ομαλή διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας και την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της. Σε μια στρατηγική που είχε ομοιότητες με την ελληνική, οι πορτογαλικές ελίτ συνέδεσαν τη διαδικασία εκδημοκρατισμού με την ευρωπαϊκή επιλογή και υπέβαλαν αίτηση ένταξης στις 28/3/1977. Στις 28/7/1977, μόλις ένα μήνα μετά τις πρώτες δημοκρατικές κοινοβουλευτικές εκλογές, κατατέθηκε η ισπανική αίτηση ένταξης. Η απόφαση ελήφθη χάρη και στη σχεδόν καθολική πολιτική συναίνεση –που διαπερνούσε όλο το φάσμα του ισπανικού κομματικού συστήματος και της κοινής γνώμης– για ένταξη στην ΕΟΚ. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η ισπανική κυβέρνηση ενεργούσε με την πλάτη στον τοίχο. Ο φόβος μήπως τυχόν η Ισπανία έμενε πίσω από τους άλλους δύο γείτονες της Νότιας Ευρώπης επέδρασε καίρια ώστε να αποφευχθούν τυχόν χρονοτριβές.