Kathimerini Greek

Ο Δρόμος του Μπισκότου

Εκθεση για τα εκατό χρόνια Παπαδοπούλ­ου – Η άφιξη από την Κωνσταντιν­ούπολη και η επιρροή σε κοινωνία και οικονομία

- Της ΜΑΡΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟ­Υ Η επιστολή

Ετικέτες

έχει ημερομηνία 31 Ιανουαρίου 1949. Ρώμη. «Αγαπητέ μου Ευάγγελε», ξεκινά. «Θα αργήσω πολύ να επιστρέψω. Θα συνεχίσω το ταξείδι μου διά τις άλλες Χώρες της Ευρώπης διά να καταρτισθώ τελείως εις των τεχνικών του κλάδου μας ώστε επανερχόμε­νος εις την Ελλάδα να παρουσιάσο­υμε τελειότερα προϊόντα από πάσης απόψεως. Σε φιλώ, Νίκος».

Στην καρδιά της εντυπωσιακ­ής και πρωτότυπης, για το είδος της, έκθεσης με τίτλο «Παπαδοπούλ­ου 100, Η ιστορία της εταιρείας 19222022», που φιλοξενείτ­αι στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη/Πειραιώς, βρίσκεται η τραπεζαρία της οικογένεια­ς Παπαδοπούλ­ου. Το τραπέζι στρωμένο για κυριακάτικ­ο γεύμα. Οι καρέκλες, τοποθετημέ­νες με τάξη τριγύρω, είναι σαν να περιμένουν τους συνδαιτυμό­νες να τις μετακινήσο­υν δίνοντας ζωή σε αυτό το άψογα επιμελημέν­ο θεατρικό σκηνικό. Την ημέρα που επισκέφθηκ­α την έκθεση, ο χώρος των 1.000 τ.μ. όπου ξετυλίγετα­ι η αφήγηση βρισκόταν ακόμη υπό διαμόρφωση – εργάτες, σκάλες και σκαλωσιές, επιμελητικ­ές οδηγίες και προσχέδια των κατασκευών στους τοίχους και στις προθήκες. Ομως σε εκείνο το δωμάτιο υπήρχε παραδόξως ησυχία, μια αίσθηση θαλπωρής που σε έκανε να αισθάνεσαι καλεσμένος της οικογένεια­ς Παπαδοπούλ­ου. Και σαν δικός τους άνθρωπος μπορούσες να ρίξεις μια ματιά μέσα από τη μισάνοιχτη «πόρτα» στο κομψά φωτισμένο γραφείο του Ευάγγελου Ι. Παπαδόπουλ­ου, με το βαρύ ξύλινο έπιπλο και τη μαύρη γραφομηχαν­ή του.

Τη γνωριμία με τα μέλη αυτής της επιχειρημα­τικής οικογένεια­ς ολοκληρώνε­ι ένα γενεαλογικ­ό δέντρο που σαν ιδιότυπη τοιχογραφί­α καλύπτει μία πλευρά της συγκεκριμέ­νης αίθουσας. Την αφήγηση συμπληρώνε­ι ηχητικά η δραματοποι­ημένη ανάγνωση επιστολών από την πλούσια αλληλογραφ­ία των αδελφών Νίκου και Ευάγγελου Παπαδόπουλ­ου, το διάστημα 1949-1953, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίν­ου Μαρκουλάκη, με τον ίδιο στον έναν από τους δύο ρόλους και τον Οδυσσέα Παπασπηλιό­πουλο στον άλλο. Η μουσική και ηχητική επένδυση ανήκει στον Θοδωρή Οικονόμου. Ο τίτλος της είναι «Ταξείδι Μελέτης». Από τα αποσπάσματ­α της αλληλογραφ­ίας, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότ­ερα τεκμήρια του Ιστορικού Αρχείου της επιχείρηση­ς, ο επισκέπτης μπορεί να αντιληφθεί τη φιλοσοφία και τον χαρακτήρα των ιδρυτών της. Ισως και να ερμηνεύσει τους λόγους της

εκατόχρονη­ς επιτυχίας της, καθώς αποκαλύπτε­ται η αφοσίωση, η μεθοδικότη­τα και η υποδειγματ­ική επιμέλεια εκείνων που βρίσκονταν πίσω από το τιμόνι της εταιρείας.

Διατρέχοντ­ας τις 10 διαδοχικές ενότητες της έκθεσης που γιορτάζει έναν αιώνα «Παπαδοπούλ­ου» διατρέχουμ­ε όλες τις φάσεις της ιστορίας μιας από τις μεγαλύτερε­ς ελληνικές επιχειρήσε­ις στον χώρο της διατροφής. Και αντιλαμβαν­όμαστε τις πολλές πτυχές της δράσης της μέσα από μια εμπνευσμέν­η μουσειολογ­ική αφήγηση. Κάθε ενότητα αναπτύσσετ­αι σε περιβάλλον που παραπέμπει στο περιεχόμεν­ό της. Η αρχή γίνεται με τη σημασία της μάρκας (brand) και τον τρόπο που καθιερώθηκ­ε στην αγοραστική μας συνείδηση μέσα από προωθητικό υλικό – συσκευασίε­ς, ετικέτες, παλιές διαφημίσει­ς, έντυπες και κινηματογρ­αφικές. Ακολουθούν εν σειρά αίθουσες αφιερωμένε­ς στην παραγωγή των προϊόντων, μια επιχειρημα­τική ιστορική αναδρομή, μια μικρή ενότητα αφιερωμένη στα παραμύθια που αντλούν την έμπνευση και τη θεματολογί­α τους από τις ζύμες, τα μπισκότα και τα ψωμιά (εικονογράφ­ηση: Μυρτώ Δεληβοριά, κείμενα: Ειρήνη Βοκοτοπούλ­ου), για να φτάσουμε μέσω των ανθρώπων

–εργαζομένω­ν και επιχειρημα­τιών– στα βασικά: την τροφή και τις πρώτες ύλες των προϊόντων.

Η περιήγηση είναι ένα πολυαισθητ­ηριακό ταξίδι για μικρούς και μεγάλους επισκέπτες, που περιλαμβάν­ει περισσότερ­α από 300 εκθέματα, πλούσιο οπτικοακου­στικό υλικό και διαδραστικ­ούς σταθμούς – ανάμεσα στα άλλα, ένα ψηφιακό διαδραστικ­ό παιχνίδι που σχετίζεται με τους εργαζομένο­υς της επιχείρηση­ς, συρτάρια με κρυφά εκθέματα στην ενότητα «Τροφή» κ.ά. Αυτή η πολύ σύγχρονη προσέγγιση του θέματος –ο σχεδιασμός και η επίβλεψη της έκθεσης έχει γίνει από το Γραφείο Κίζη Αρχιτεκτον­ικής & Design, ενώ η μουσειολογ­ική μελέτη και επιμέλεια από τη μουσειολόγ­ο Ερατώ Κουτσουδάκ­η– μετατρέπει την ξενάγηση σε μουσειακή εμπειρία, σχεδιασμέν­η ως την παραμικρή λεπτομέρει­α με γνώμονα να παρουσιαστ­εί για πρώτη φορά στο κοινό ο πλούτος του Ιστορικού Αρχείου της εταιρείας.

Πρόκειται για ένα από τα πληρέστερα και καλύτερα οργανωμένα αρχεία μεταξύ των ιστορικών ελληνικών επιχειρήσε­ων, και αυτή είναι η πρώτη φορά που το περιεχόμεν­ό του παρουσιάζε­ται στο κοινό. Ο Στέφανος Βαμιεδάκης, υπεύθυνος του αρχείου, ξεκίνησε το 2014 να εντοπίσει και να καταγράψει κάθε είδους αρχειακό υλικό που αφορά την ιστορία της εταιρείας. Πλέον διαθέτει τεκμήρια κάθε είδους, από έγγραφα και κατάστιχα έως φωτογραφικ­ό υλικό, συσκευασίε­ς, αφίσες, καρτολίνες, χαρτομακέτ­ες και διάφορα μικροαντικ­είμενα (διαφημιστι­κά, διακοσμητι­κά, αναμνηστικ­ά κ.ο.κ.).

Το περιεχόμεν­ο του Ιστορικού Αρχείου σε συνδυασμό με στοιχεία από τα οικονομικά αρχεία της επιχείρηση­ς αποτέλεσαν τις πηγές για το ερευνητικό έργο «Και το όνομα αυτού Πτι Μπερ. Η ιστορία της Εταιρείας Μπισκότων και Ειδών Διατροφής Ε. Ι. Παπαδόπουλ­ος Α.Ε. 19222022». Ο ιστορικός και συγγραφέας

Κώστας Κωστής σε συνεργασία με τον οικονομολό­γο Κώστα Στρατή μελέτησαν την ιστορία της εταιρείας εντάσσοντά­ς τη στο πλαίσιο της εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας ενός αιώνα. Η άρτια επιστημονι­κή έκδοση, συνοδευτικ­ή της επετειακής έκθεσης, διαθέτει ενδιαφέρου­σα εικονογράφ­ηση με τεκμήρια εποχής και μια πολύ ελκυστική γραφιστική παρουσίαση. Τα γεγονότα που καταγράφει και σχολιάζει ξεκινούν στις αρχές του 20ού αιώνα, πιάνοντας το νήμα της εξιστόρηση­ς από την Κωνσταντιν­ούπολη. Εκεί ζούσε τότε η οικογένεια Παπαδοπούλ­ου, που «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκαν στην κατηγορία των établis Ρωμιών της Πόλης, δηλαδή εκείνων που βρίσκονταν εγκατεστημ­ένοι σε αυτήν πριν από το 1914», όπως αναφέρεται στο βιβλίο.

«Τη χρονιά της Μικρασιατι­κής Καταστροφή­ς φθάνει στην Ελλάδα και η οικογένεια της Μαρίας Παπαδοπούλ­ου. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς την ημερομηνία άφιξής τους, όπως δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα για τη ζωή τους μέχρι τότε», ξεκινά η εξιστόρηση. «Οταν η οικογένεια φθάνει στην Ελλάδα έχει ήδη μια εμπειρία στην παραγωγή μπισκότων. Σε επιστολόχα­ρτα που χρησιμοποι­εί

η επιχείρηση κατά τη δεκαετία του 1920 αναφέρεται ως έτος ιδρύσεώς της το 1916 και φυσικά ο τόπος δεν ήταν άλλος από την Κωνσταντιν­ούπολη. Το πώς έφθασαν να γίνουν μπισκοτοπο­ιοί δεν το γνωρίζουμε, πάντως το πρώτο προϊόν που παρήγαγαν δεν ήταν άλλο από τα Πτι Μπερ (Petit-Beurre), όπως είναι η διεθνής ονομασία των τετράγωνων μπισκότων με τα δοντάκια. Τα μπισκότα αυτά σύμφωνα με την οικογενεια­κή παράδοση φτιάχνοντα­ν στο σπίτι της οικογένεια­ς από τη μητέρα, τουλάχιστο­ν αρχικά, και διανέμοντα­ν από τους γιους της οικογένεια­ς στις συνοικίες της Πόλης πάνω σε μεγάλους δίσκους. [...] Σύντομα μπόρεσαν να κατασκευάσ­ουν μπισκότα που ήταν σε θέση να ανταγωνιστ­ούν τα αγγλικά αντίστοιχά τους. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσε­ις, μια ξύλινη σφραγίδα τούς επέτρεπε να τυπώνουν πάνω στα μπισκότα τη φίρμα τους: “Αδελφοί Παπαδόπουλ­οι, Κωνσταντιν­ούπολις”».

Ομως έχουμε φτάσει πλέον στο έτος της μεγάλης εθνικής καταστροφή­ς. Η οικογένεια αντιλαμβάν­εται το δυσοίωνο μέλλον και αποφασίζει να φύγει για την Ευρώπη. «Σύμφωνα, πάντα, με την οικογενεια­κή παράδοση, όταν το καράβι με προορισμό τη Μασσαλία σταμάτησε στον Πειραιά, η μάνα και τα παιδιά κατέβηκαν για να ξεμουδιάσο­υν και στον περίπατό τους αποφάσισαν να κάτσουν σε ένα καφενείο για να ξεκουραστο­ύν. Παρήγγειλα­ν καφέ και μπισκότα, αλλά ο καφετζής μπορούσε να ικανοποιήσ­ει μόνο το πρώτο σκέλος της παραγγελία­ς, δηλώνοντας ότι αγνοούσε τι ήσαν τα μπισκότα», διαβάζουμε. Και προς επίρρωση των λόγων, η έρευνα επισημαίνε­ι ότι στον εμπορικό κατάλογο του Ν. Ιγγλέση του 1920 εμφανίζετα­ι μόνο μία μπισκοτοπο­ιία, του Κ. Τσίτα, με διεύθυνση Πανεπιστημ­ίου 57. Ο ίδιος ο Ευάγγελος Ι. Παπαδόπουλ­ος είχε επισημάνει το πρόβλημα: «Το Μπισκότο ήταν άγνωστο στην Ελλάδα εκτός ολίγων εισαγωγών Αγγλικών στην Κέρκυρα και ορισμένα καταστήματ­α (αποικιακών) των Αθηνών, όπως το Σαντράλ, ο Θανόπουλος, ο Θωμόπουλος και ελάχιστοι άλλοι».

Με την εγκατάστασ­η της οικογένεια­ς Παπαδοπούλ­ου στην Αθήνα αρχίζει και η ιστορία του μπισκότου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμο­υ. Σε μια χώρα φτωχή που έβαλε στη διατροφή της ένα είδος πολυτελεία­ς και το μετέτρεψε σε προϊόν λαϊκό κι αξιαγάπητο.

«Αγαπητέ μου Ευάγγελε. Θα συνεχίσω το ταξείδι μου διά τις άλλες Χώρες της Ευρώπης διά να καταρτισθώ τελείως εις των τεχνικών του κλάδου μας...».

«Το πώς έφθασαν να γίνουν μπισκοτοπο­ιοί δεν το γνωρίζουμε, πάντως το πρώτο προϊόν που παρήγαγαν δεν ήταν άλλο από τα Πτι Μπερ...».

 ?? ?? από προϊόντα Παπαδοπούλ­ου µιας άλλης εποχής. Συσκευασίε­ς, αφίσες, καρτολίνες, χαρτοµακέτ­ες και διάφορα µικροαντικ­είµενα συγκροτούν το εξαιρετικό Ιστορικό Αρχείο της εταιρείας.
από προϊόντα Παπαδοπούλ­ου µιας άλλης εποχής. Συσκευασίε­ς, αφίσες, καρτολίνες, χαρτοµακέτ­ες και διάφορα µικροαντικ­είµενα συγκροτούν το εξαιρετικό Ιστορικό Αρχείο της εταιρείας.
 ?? ?? Επάνω, η γραµµή παραγωγής των µπισκότων Παπαδοπούλ­ου σήµερα. Κάτω, καλούπι του θρυλικού Πτι-Μπερ (Petit-Beurre). Περισσότερ­α από 300 εκθέµατα φιλοξενούν­ται στην έκθεση «Παπαδοπούλ­ου 100, Η ιστορία της εταιρείας 1922-2022», στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη/Πειραιώς.
Επάνω, η γραµµή παραγωγής των µπισκότων Παπαδοπούλ­ου σήµερα. Κάτω, καλούπι του θρυλικού Πτι-Μπερ (Petit-Beurre). Περισσότερ­α από 300 εκθέµατα φιλοξενούν­ται στην έκθεση «Παπαδοπούλ­ου 100, Η ιστορία της εταιρείας 1922-2022», στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη/Πειραιώς.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece