Ανθρωποι στα βρόχια των ρευμάτων της εποχής τους
εκδ.
Πσελ.
σφαιροβολίας και φοιτητής Ιατρικής, ο Γιώργος Δενδρινός πάει μες στα χρόνια της χούντας να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Χωροφυλακής καθώς ως αθλητής στίβου μπορούσε να μισθοδοτείται πραγματοποιώντας ταυτόχρονα το στρατιωτικό του. Μοναδική του υποχρέωση να παίρνει μέρος στους αγώνες των Ενόπλων Δυνάμεων και σε διεθνείς στρατιωτικούς διαγωνισμούς. Κι ενώ οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι προσχηματικές, στην πορεία εξελίσσονται σε θρίλερ. Για αδιευκρίνιστο λόγο ο υποψήφιος κόβεται και δεν καταλαβαίνει το γιατί, ώσπου ο προπονητής τού αποκαλύπτει την αιτία: λόγω πολιτικών φρονημάτων. «Πολιτικά φρονήματα εγώ;» ρωτάει έκπληκτος ο Δενδρινός για να λάβει την απάντηση, «Iσως ο πατέρας σου». Ο πατέρας του, ο τελευταίος των ανθρώπων που είχε σχέση με την πολιτική καθώς ουδέποτε ακούστηκε να μιλάει για πολιτικά στο σπίτι ή σε παρέες!
Είναι μια τυπική περίπτωση – γιατί έτσι είχαν τα πράγματα το 1971. Είκοσι δύο χρόνια μετά το τέλος του, σε πάρα πολλές οικογένειες είχε πέσει απόλυτη σιωπή και είχε καλύψει το οδυνηρό τραύμα που προκάλεσαν τα χρόνια του Εμφυλίου. Μόνο συμπτωματικά ο κατάπληκτος αφηγητής μαθαίνει την ανάμειξη του πατέρα του, για την οποία ούτε τότε ούτε αργότερα εκείνος θα μιλήσει. Γι' αυτό και δεύτερη φορά θα μείνει ενεός, όταν σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο των γονιών, θα ανακαλύψει στα ντουλάπια τους και σε εμφανές σημείο για να μην παραπέσει, ένα ογκωδέστατο ντοσιέ με αναλυτικές σημειώσεις και ημερολόγια του πατέρα του από τη συμμετοχή του ως έφεδρου ανθυπολοχαγού στον ελληνοϊταλικό πόλεμο καθώς και αναφορές, στρατιωτικά έγγραφα, αποφάσεις στρατοδικείων και ανταρτοδικείων από τη θητεία του ως αρχηγού του εφεδρικού ΕΛΑΣ Κεφαλονιάς. Αυτή ήταν η στιγμή που ο πατέρας του
επέλεξε να «μιλήσει». Και από αυτό το υλικό –μαζί με την ενδελεχή έρευνα που πραγματοποίησε και η οποία περιέλαβε συνομιλίες με επιζώντες– αντλεί ο αφηγητής για να εξιστορήσει την αποσιωπημένη οικογενειακή περιπέτεια. Eμπειρος συγγραφέας, ο Γιώργος Δενδρινός ανατρέχει στο παρελθόν, το πώς παππούδες και προπάπποι εγκαταστάθηκαν στην Κεφαλονιά, μετώκησαν στην Κέρκυρα και στην Αθήνα. Το «Είδες να μαδάνε την κότα» αποτελεί το έκτο του μυθιστόρημα και ο τίτλος προέρχεται από τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού. «Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Ετσι πάει το έθνος». Με μια γλώσσα που είναι πλαστική, πολύχρωμη, χυμώδης και που αναπτύσσεται πολύτροπα, ο συγγραφέας αναπλάθει τους ανθρώπους και τη ζωή του νησιού στον 19ο αιώνα για να φτάσει ώς τα μέσα του 20ού όπου
επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο πατέρας εγκαθίσταται στη διάρκεια της Κατοχής στα πατρώα και αναδεικνύεται μαζί με την αδελφή του σε υψηλόβαθμο στέλεχος της εθνικής αντίστασης από τις τάξεις του ΕΛΑΣ.
Η μυθιστορηματική μαρτυρία του Δενδρινού δείχνει πως τα ρεύματα της εποχής και η ιστορία κινητοποιούν και συγχρόνως παγιδεύουν στα βρόχια τους ανθρώπους που γίνονται αθύρματα όντας ταυτόχρονα και δρώντες. Το χρονικό μιας οικογένειας και ενός αιώνα – αλλά και ενός τόπου. Για την εμφύλια σύγκρουση γνωρίζουμε πολλά. Κι ωστόσο, οι «μικρές» τοπικές ιστορίες λείπουν. Κι αυτό που κάνει ο Δενδρινός με λεπτομέρειες συναρπαστικές για όλη την κοινωνία του νησιού, είναι πως ζωντανεύει τη σκηνή και το παρασκήνιο της ιταλικής και γερμανικής κατοχής στην Κεφαλονιά και της κατοπινής εμφύλιας σύγκρουσης που ξέσπασε ασυγκράτητη εμπλέκοντας τους πάντες – γυναίκες, άντρες και παιδιά, ιδεολογικούς αντίπαλους και ομοϊδεάτες, υψηλόβαθμους, χαμηλόβαθμους και απλούς πολίτες στο αιματοβαμμένο γαϊτανάκι που δεν σταματάει σαν αρχίσει να σταυρώνει τα φονικά σχοινιά του.