Στις θάλασσες του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ
Ο νομπελίστας Βρετανός συγγραφέας, που ξεκίνησε από τον πόλεμο των ανδρών και κατέληξε στο γυναικείο μυστήριο
των παππούδων του, όπου περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια, ατένιζε τον Ατλαντικό. Οι μεγάλες, χρυσές αμμουδιές της βόρειας Κορνουάλης, οι παραλίες του Φιστράλ και του Νιούκι, ήταν μόνο ένα δεκάλεπτο περπάτημα μακριά. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει και τα γερμανικά υποβρύχια τορπίλιζαν ανελέητα τον βρετανικό εμπορικό στόλο. To πεντάχρονο αγόρι έβλεπε από το παράθυρό του τον καπνό των χτυπημένων καραβιών και άκουγε ιστορίες για βάρκες που έφερναν στις ακτές επιζώντες και «κομμάτια από ναύτες».
Ο μικρός λεγόταν Γουίλιαμ Γκόλντινγκ και έμελλε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας. Γεννήθηκε εκεί, στο Νιούκι της Κορνουάλης, το 1911, και πρόλαβε από τρυφερή ηλικία να πάρει το διπλό βάπτισμα της θάλασσας και του πολέμου, ενός δίπτυχου που έκτοτε πρωταγωνίστησε στη ζωή και στο έργο του. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στην Οξφόρδη, έγραψε ένα βιβλίο με ποιήματα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και ακολουθώντας τα χνάρια του γυμνασιάρχη πατέρα του, έγινε και αυτός καθηγητής σε σχολείο. Ομως ο βίαιος και συναρπαστικός αστερισμός της θάλασσας και του πολέμου, όπου είχε ταξιδέψει από μικρός, τον μαγνήτισε ξανά.
Ενα χρόνο μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου, το 1940, κατετάγη στο Βασιλικό Ναυτικό και βρέθηκε να πολεμάει σε ιστορικές μάχες από τις οποίες βγήκε ηρωικά ζωντανός. Ο Γκόλντινγκ ήταν εκεί, στον πορθμό της Δανίας, το 1941, όταν οι Βρετανοί βύθισαν το γερμανικό θωρηκτό «Μπίσμαρκ», αλλά και, δύο χρόνια μετά, όταν μαζί με τους Αμερικανούς επιτέθηκαν στις ακτές της Νορμανδίας,
Στον «Αρχοντα των Μυγών», ναυαγεί σε ένα ερημικό νησί μια παρέα σχολιαρόπαιδων και καταλήγουν να αλληλοεξοντώνονται. Στη «Διπλή γλώσσα», η αφήγηση της Αριήκης, μιας μάντισσας στους Δελφούς, αποτελεί ελεγειακό και συχνά αυτοσαρκαστικό απολογισμό ζωής του ίδιου του συγγραφέα.
στην πιο διάσημη πολεμική απόβαση της Ιστορίας. Η θητεία του στη θάλασσα κράτησε έξι χρόνια, έως το 1946. «Η θάλασσα κοίταξε για πολύ καιρό τον Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, και αυτός τη θάλασσα», είχε γράψει γι' αυτόν ο ιστορικός και συγγραφέας Αντριου Σινκλέρ.
Το 1954 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, «Ο Αρχοντας των Μυγών», που τον εκτόξευσε ξαφνικά στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον
του Γκόλντινγκ πάνω στο «εγγενές ελάττωμα» της ανθρώπινης φύσης να παράγει κακό, που, όπως πίστευε, είναι αυτό που γεννάει και τα ελαττώματα της ίδιας της κοινωνίας, παρέμεινε κοινός στα έργα του.
– και τον κράτησε εκεί για πάντα. Σε μια σαρκαστική, σκοτεινή παραφθορά του κλασικού παιδικού μυθιστορήματος «Κοραλλένιο νησί» του Ρ. Μ. Μπαλαντάιν, ο Γκόλντινγκ διηγείται την ιστορία μιας παρέας σχολιαρόπαιδων που ναυαγούν σε ένα ερημικό νησί, καταλήγοντας να αλληλοεξοντώνονται. Τα έργα ωμής βίας και τα παιχνίδια εξουσίας στα οποία επιδίδονται τα ανήλικα αγόρια αποτελούν μια σκληρή αλληγορία,
που παραπέμπει όχι μόνο στην εκπαιδευτική εμπειρία του συγγραφέα και στη διά ζώσης επαφή του με την αναπάντεχη παιδική βία, αλλά, κυρίως, στην εξάχρονη πολεμική θητεία του.
Οπως είχε σημειώσει ο ίδιος: «Αν εκείνα τα χρόνια δεν έβλεπες ότι το ανθρώπινο ον είναι ικανό να παράγει το κακό όπως οι μέλισσες παράγουν το μέλι, θα πρέπει να ήσουν τυφλός». Οι τραυματικές μνήμες του πολέμου τον ακολούθησαν έκτοτε σαν «γκρίζες σκιές» που τον «κρυφοκοιτάνε πάνω από τον ώμο», όπως είχε τονίσει.
Ο στοχασμός του πάνω στο «εγγενές ελάττωμα» της ανθρώπινης φύσης να παράγει κακό, που, όπως πίστευε, είναι αυτό που γεννάει και τα ελαττώματα της ίδιας της κοινωνίας, παρέμεινε κοινός στα μεταγενέστερα έργα του. Τον συναντάμε στους «Κληρονόμους» του 1955, όπου οι απλοί και άκακοι Νεάντερταλ συναντούν τη σκληρότητα του «Νέου Ανθρώπου», αλλά και στο «Rites of Passage», ένα βιβλίο του που κέρδισε το 1980 το βραβείο Μπούκερ, όπου το ταξίδι ενός αριστοκράτη πάνω σε ένα ιστιοφόρο ξεκινά με ευχάριστο τρόπο, για να καταλήξει σε στιγμές δημόσιας ταπείνωσης. Κάθε έδαφος, κάθε νησί, κάθε πλεούμενο, αποτελεί στον κόσμο του Γκόλντινγκ ένα προσωρινό θέατρο για την άσκηση ανθρώπινης σκληρότητας. Ομως τριγύρω πάντοτε απλώνεται η θάλασσα και το ταξίδι σε αυτήν, σαν κρυφή ελπίδα για τον εξαγνισμό του κακού, για νέμεση και αναζήτηση αλήθειας.
Αλλαγή πρωταγωνιστή
Μισόν αιώνα μετά τον περιβόητο «Αρχοντα των Μυγών», ο Γκόλντινγκ, έχοντας πια κερδίσει βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και χριστεί ιππότης, είναι πλέον πολύ μακριά από τα χρόνια που υπήρξε στρατιώτης και δάσκαλος. Ζει στην έπαυλη που έχει αγοράσει στη γενέτειρά του Κορνουάλη και γράφει εκεί αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο του βιβλίο. Δεν πρόλαβε να το τελειώσει, αφού έφυγε από τη ζωή από καρδιακή προσβολή, ετών 83, το 1993. Ονομάστηκε «Διπλή γλώσσα» και κυκλοφόρησε το 1995.
Μισόν αιώνα μετά τα βίαια αγόρια και το ερημικό νησί, μισόν αιώνα
γεμάτο με αρσενικούς πρωταγωνιστές που εξερευνούν τα όρια της θάλασσας και της ανθρώπινης σκληρότητας, ο Γκόλντινγκ αλλάζει τα χαρτιά του και τοποθετεί στο κέντρο της ιστορίας του, για πρώτη και τελευταία φορά, μία γυναίκα. Η θάλασσα βέβαια είναι πάντα εκεί –η πρωταγωνίστριά του, η Αριήκη, είναι η μάντισσα στους Δελφούς, και ο Κορινθιακός Κόλπος στέκεται λίγο πιο κάτω από τον «ομφαλό της γης»– μισή μέρα περπάτημα από το μαντείο. Στην εποχή που η δόξα της Αθήνας ξεφτάει και έρχεται σιγά σιγά η κυριαρχία της Ρώμης, ο γηραιός συγγραφέας μάς μεταφέρει σε ένα πεδίο που αγαπούσε όλη του τη ζωή, την κλασική Ελλάδα.
Η αφήγηση της ιέρειας γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και είναι ακαταμάχητη, αποτελώντας ελεγειακό και συχνά αυτοσαρκαστικό απολογισμό ζωής και παράλληλα σκιαγράφηση του ιστορικού και κοινωνικού της πλαισίου. Ο Γκόλντινγκ φαίνεται πως κατανοούσε καλά όχι μόνο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα (και στην περίπτωση της Αριήκης, ιδιαίτερα έξυπνη γυναίκα) σε έναν πατριαρχικό κόσμο. «Οι γυναίκες κάνουν λάθος να θεωρούν πως είναι ίσες με τους άντρες – είναι μακράν ανώτερες από αυτούς», είχε πει.
Ξεκινώντας από τον πόλεμο των ανδρών και καταλήγοντας στο γυναικείο μυστήριο, ο Γκόλντινγκ, στα τελευταία του, δεν βρίσκει την απόλυτη αλήθεια, όπως δεν τη βρίσκει και η τελευταία ηρωίδα του (ή το τελευταίο του άλτερ έγκο, μπορεί κανείς να πει), στο τέλος της αφήγησης. Μας δίνει όμως μέσα από το έργο του ένα χάρτη να την ψάξουμε, και αυτός βρέχεται από κάθε του μεριά από τις επτά θάλασσες.