Κλείνουν οι πληγές του Βαγιαζήτ
Πράσινο φως από ΚΑΣ για αποκατάσταση της ξύλινης στέγης του οθωμανικού τεμένους
Η φωτιά
ΣΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ «Ηταν μια δουλειά ντετέκτιβ», λέει στην «Κ» η επίκουρη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Ελευθερία Τσακανίκα και επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που ανέλαβε την έρευνα για τον τρόπο αποκατάστασης του Τεμένους Βαγιαζήτ του 15ου αιώνα και της ξύλινης, μοναδικής στο είδος της, στέγης του. Σήμερα και μετά την εφαρμογή ενός διεπιστημονικού ερευνητικού προγράμματος οι μελετητές κατάφεραν να εντοπίσουν την ακριβή θέση καθενός από τα 1.300 ξύλα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της στέγης των 1.000 τετραγωνικών μέτρων. «Ξέρουμε πού ήταν το καθένα και τι ρόλο έπαιζε. Η αποκωδικοποίηση αυτού του παζλ μάς επέτρεψε να καταθέσουμε στη μελέτη τη δημιουργία μιας στέγης ξύλο, ξύλο, ένα προς ένα, με την ακριβή τους θέση, τη γεωμετρία και τις συνδέσεις, όπως ήταν στο μνημείο», σημειώνει η κ. Τσακανίκα.
Η πρόσφατη ομόφωνη γνωμοδότηση του ΚΑΣ ανοίγει τον δρόμο για την αποκατάσταση ενός από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία στην Ευρώπη, μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε τη στέγη και τον μιναρέ του στην καρδιά του Διδυμότειχου. «Το υπουργείο Πολιτισμού προστατεύει όλα τα μνημεία όλων των περιόδων που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας», δήλωσε η υπουργός Λίνα Μενδώνη. Στο ερευνητικό πρόγραμμα συνεργάστηκαν τρεις σχολές του ΕΜΠ (Αρχιτεκτόνων, Πολιτικών Μηχανικών, Μεταλλειολόγων), η Εφορεία Αρχαιοτήτων Το εσωτερικό Η στέγη και ο μιναρές του τεμένους θα αποκατασταθούν στη μορφή που είχαν πριν από την πυρκαγιά.
Εβρου, το ΙΓΜΕ και δενδροχρονολόγοι από την Πολωνία και την Ελλάδα.
Η τεκμηρίωση αποκάλυψε άγνωστα στοιχεία για την ιστορία κατασκευής του μνημείου, το οποίο φτιάχτηκε με τοίχους μεγάλου πάχους (2,5 μέτρων) με σκοπό αρχικά να στεγαστεί με λίθινη οροφή, με τρουλίσκους και σκαφοειδείς θόλους, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ξύλα που είναι στα χαμηλότερα σημεία της τοιχοποιίας χρονολογούνται το 1420, όταν άρχισε η ανέγερση του μνημείου, ενώ τα ξύλα της στέγης τοποθετήθηκαν το 1440. «Η χρονολόγηση μας έδειξε ότι η στέγη, η οποία θεωρείται unicum, φτιάχτηκε 20 χρόνια από τη στιγμή που ξεκίνησε να κατασκευάζεται το μνημείο», επισημαίνει η κ.
Τσακανίκα. Προσθέτει επίσης ότι ο τρόπος κατασκευής της συνδυάζει στοιχεία από τις τεχνικές της Ανατολής και της Δύσης. «Πρόκειται για ένα μνημείο μιας μεταβατικής περιόδου, από τη βυζαντινή στην οθωμανική εποχή. Το σύστημα δοκού επί ξύλου είναι σύνηθες στη Ανατολή, ενώ το σύστημα της αναρτημένης στέγης είναι σύνηθες στη Δύση», εξηγεί.
Η αποτύπωση της στέγης έγινε από τον αρχιτέκτονα Τιμολέοντα Κουιμτόζγλου του ΕΜΠ, η μελέτη αποκατάστασης του μιναρέ –που παρουσίασε μεγάλες βλάβες μετά τη φωτιά– έγινε από το εργαστήριο αντισεισμικής τεχνολογίας του ΕΜΠ και τον αναπληρωτή καθηγητή Χαράλαμπο Μουζάκη, οι μεταλλειολόγοι του Πολυτεχνείου μελέτησαν τα καρφιά και τα μεταλλικά
στοιχεία του μνημείου, ενώ τα κονιάματα και η λίθινη δομή του αναλύθηκαν από τον πετρολόγο δρα Χρήστο Παπατρέχα και έδειξαν ότι τα υλικά κατασκευής του κτίσματος προήλθαν από τα λατομεία του Ρηγίου και του Πυθίου, που είναι σε κοντινή απόσταση από το τέμενος. «Το κτίριο εκτός από τη μεγάλη μνημειακή του αξία, είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη μελέτη των κατασκευαστικών τεχνικών αυτής της περιόδου», αναφέρει η κ. Τσακανίκα. Η έρευνα θα δείξει με ποιον τρόπο η τεχνολογία εκείνης της εποχής δημιουργούσε κονιάματα «εξωπραγματικής αντοχής».
Η πυρκαγιά στο τέμενος ξέσπασε τα ξημερώματα της 22ας Μαρτίου του 2017 και η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η δίκη για την απόδοση τυχόν ποινικών ευθυνών από το συνεργείο που εκτελούσε εργασίες συντήρησης θα συνεχιστεί την επόμενη εβδομάδα. Το ΥΠΠΟΑ από την πλευρά του κίνησε πειθαρχικές διαδικασίες το 2019.
Σύμφωνα με το ερευνητικό πρόγραμμα, η αποκατάσταση της στέγης θα γίνει με ξύλο ξηρής δρυός και θα καλυφθεί με φύλλα μολύβδου για να αποκτήσει την όψη που είχε πριν από την πυρκαγιά, που αντιστοιχεί στη μορφή που απέκτησε τον 19ο αιώνα, ύστερα από ένα σεισμό το 1822. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ελάχιστα στοιχεία της ξύλινης στέγης του 15ου αιώνα, αλλά η αναπαραγωγή της θα ήταν αδύνατη καθώς η τεκμηρίωση του τρόπου κατασκευής μπορούσε να γίνει μόνο για το περιμετρικό τμήμα της στέγης.
Οι μελετητές κατάφεραν να εντοπίσουν την ακριβή θέση καθενός από τα 1.300 ξύλα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της.