Διδάγματα από τον κύκλο συνεχόμενων κρίσεων
ΣΕΡΑΦΕΊΜ ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΊΔΗ Παραδόξως, υπάρχουν και καλά νέα. Η διευκρίνιση είναι αναγκαία όταν η επικαιρότητα γεμίζει με τοξικές σκέψεις και αρνητικές προοπτικές. Το κακό νέο επικρατεί έναντι του καλού...
Στον ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι την ερχόμενη χρονιά η κυβέρνηση θα πετύχει κάτι που δεν ήταν εφικτό τα προηγούμενα χρόνια: ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Η επίσημη αυτή εκτίμηση - πρόβλεψη είναι σημαντική, γιατί αφορά ένα από τα στοιχεία κριτικής στην κυβερνητική πολιτική. Το άλλο σημείο κριτικής αφορά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο το 2023 θα βρεθεί στο 170%, ποσοστό που δεν είναι χαμηλό αλλά είναι μικρότερο από την αντίστοιχη επίδοση του 2019. Και φυσικά η ανεργία είναι πολύ χαμηλότερη φέτος από το 2018.
Οι θετικές εξελίξεις συμβαίνουν σε ένα πέλαγος αβεβαιότητας και ανησυχιών. Η προσοχή επικεντρώνεται στις δυσκολίες, και η συγκυρία προσφέρει πολλές. Η πανδημία άφησε ανοικτές πληγές με την κατάρρευση της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε ενεργειακή κρίση και ελλείψεις τροφίμων και πρώτων υλών. Ο πληθωρισμός έφθασε σε ύψη που δεν τα είχαμε δει τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι βέβαιο ότι ο πληθωρισμός και η αβεβαιότητα περιορίζουν την αναμενόμενη ανάκαμψη διεθνώς και, φυσικά, της ελληνικής οικονομίας.
Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται είναι η έλλειψη οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας. Και αυτή μπορεί να μετρηθεί ως συνεχή ανάπτυξη, αλλά η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη δεν εξηγεί πλήρως την πραγματικότητα. Η οικονομική ανισότητα καθορίζει την αντοχή των οικονομιών. Μελέτη του ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι αύξηση της ανισότητας εισοδημάτων κατά 1% περιορίζει την αύξηση του ΑΕΠ από 0,6 έως και 1,1% ανάλογα με
τη χώρα. Και αν η εισοδηματική ανισότητα «απαλύνεται» με φοροδιαφυγή και αδήλωτη εργασία, υπάρχει η ανισότητα των φύλων. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει ότι οι γυναίκες διαθέτουν μόνον το 38% του ατομικού πλούτου και το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 33% σε χώρες με μεσαίο και χαμηλό εισόδημα.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα ζούσαμε πανδημία, ούτε ότι στη συνέχεια η Ρωσία θα εισέβαλλε στην Ουκρανία. Εγιναν και αποκάλυψαν προβλήματα που οφείλονται στην αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην οικιστική ανάπτυξη, την κλιματική αλλαγή και την ανάπτυξη, τον ανταγωνισμό και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Οι κρίσεις που αλληλοκαλύπτονται μας διδάσκουν μια διαφορετική προσέγγιση των προβλημάτων. Οχι μονόπλευρη ούτε, βέβαια, προσφέρει λύσεις η αδράνεια.
Εως τώρα η κυβερνητική πολιτική ήταν δραστήρια. Διανεμήθηκαν επιδοτήσεις και δάνεια από το κράτος σε όσους είχαν πληγεί από την πανδημία και δεν μπορούσαν να έχουν δραστηριότητες. Ανέστειλε την πληρωμή υποχρεώσεων των πολιτών στο κράτος. Αυξήθηκε ο ελάχιστος μισθός 2% τον Ιανουάριο και 7% τον Μάιο, ώστε οι αυξήσεις αποδοχών να προηγούνται των ανατιμήσεων.
Είχε προηγηθεί το 2021 η μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Ανακοινώθηκαν μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης των νοικοκυριών από την άνοδο των καυσίμων. Δαπανήθηκαν για τον σκοπό αυτό 5,4 δισ. (2,7% του ΑΕΠ) τον Μάιο και αναμένονται νέα μέτρα που αφορούν το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος.
Η λεπτή γραμμή είναι να ενισχυθούν τα ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα, να μην υπονομευτεί η συνέχιση της αναπτυξιακής διαδρομής με άνοδο εξαγωγών και επενδύσεων.
Η διευκόλυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων ενισχύει την κατανάλωση και την άνοδο του ΑΕΠ, ενώ ο πληθωρισμός αυξάνει τα έσοδα του Δημοσίου. Από την άλλη, «σκληραίνει» η νομισματική πολιτική με άνοδο επιτοκίων. Το γεγονός ότι η οικονομία δεν βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα, επιβαρύνει τα ομόλογα παρά την προσωρινή ενίσχυση από την ΕΚΤ.
Στον ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι την ερχόμενη χρονιά η κυβέρνηση θα πετύχει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα.