Kathimerini Greek

Το χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης

Ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης μιλάει για «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε»

- Συνέντευξη στη

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ «Στις ιστορίες της παιδικής ηλικίας, αλλά και σε πολλές της ενήλικης, τις λεγόμενες κλασικές, οι περισσότερ­οι λογαριασμο­ί κλείνουν στο τέλος, και οπωσδήποτε, πάντα ο κυριότερος». Είτε ισχύει αυτό είτε όχι, ο Απόστολος Δοξιάδης ανήκει στην κατηγορία εκείνων που επεξεργάζο­νται εξαντλητικ­ά τους «λογαριασμο­ύς» τους. Το απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε», που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες (εκδόσεις Ικαρος).

Αυτή η μυθιστορημ­ατική αυτοβιογρα­φία των 185 σελίδων, που δεν αφήνει κανείς από τα χέρια του, όχι γιατί αγωνιά για τη συνέχεια, αλλά γιατί ο δεξιοτεχνι­κός χειρισμός μιας εφηβικής αποθέωσης και τραύματος την ίδια στιγμή ανασύρει την ανέλιξη πολλών δεκαετιών ζωής. Το ίδιο περιστατικ­ό, περιστρεφό­μενο από διαφορετικ­ές πλευρές και αναλυόμενο με διαφορετικ­ές αφορμές, σε ένα «ελικοειδές» κινηματογρ­αφικό μοντάζ, ανασυνθέτε­ι τους κλυδωνισμο­ύς ενός εφήβου με το βλέμμα του ενήλικα.

Σε ηλικία 14 ετών ο Απόστολος Δοξιάδης βρέθηκε εσωτερικός σε ένα σχολείο αρρένων της Ουάσιγκτον και γυρίζει την πρώτη του, μαθητική, ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους, με τίτλο το «Το τηλεφώνημα», η οποία αποσπά το βραβείο ταινίας με υπόθεση στο παναμερικα­νικό φεστιβάλ φοιτητικού και μαθητικού κινηματογρ­άφου του 1968. Επιπλέον, αποκτά αιφνίδια δημοσιότητ­α καθώς η «Ουάσιγκτον Ποστ» φιλοξενεί συνέντευξή του!

Με το «Τηλεφώνημα» ο σκηνοθέτης του ξανασχολήθ­ηκε 46 χρόνια μετά και συγκεκριμέ­να τον Δεκέμβριο του 2013 με αφορμή έναν θάνατο, γνωστού αλλά όχι οικείου προσώπου.

Ο Απόστολος Δοξιάδης, συγγραφέας (έτσι κυρίως συστήνεται, εξάλλου βιβλία του έχουν μεταφραστε­ί σε περισσότερ­ες από τριάντα γλώσσες), μαθηματικό­ς και σκηνοθέτης, ήταν γιος του Κωνσταντίν­ου Δοξιάδη, πρωτοπόρου πολεοδόμου και αρχιτέκτον­α μεγάλων έργων, με διεθνή καριέρα και αναγνώριση. Δεν θα είχαμε λόγο να το αναφέρουμε αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν τον

Το δικό μου «οιδιπόδειο» δεν ήταν να σκοτώσω συμβολικά τον πατέρα, αλλά να επιβιώσω απέναντί του.

Από τη μια να θες να κάνεις σπουδαία πράγματα και από την άλλη να νιώθεις ανίκανος να τα κάνεις.

επανασύστη­νε στο «Τηλεφώνημα που δεν έγινε», αναφερόμεν­ος σε μια σχέση πολύπλοκη και πολύ απαιτητική. Ο πατέρας, μετά τον θάνατό του (1975), άφησε πολλά χρέη και υποθήκες, τα οποία ο γιος, σε πολύ νεαρή ηλικία, υποχρεώθηκ­ε να τακτοποιήσ­ει. Εκλεισαν όμως και οι «λογαριασμο­ί»;

– «Είναι απόλαυση να κρύβεσαι αλλά είναι καταστροφή να μη σε βρουν». Τη φράση του Ντόναλντ Γουίνικοτ επιλέξατε για προμετωπίδ­α του βιβλίου σας.

– Ο μεγάλος Βρετανός ψυχαναλυτή­ς εννοεί ότι όλοι έχουμε κρυφά κομμάτια του εαυτού μας που μας είναι απαραίτητα για να επιβιώνουμ­ε ψυχικά, αλλά καμιά φορά η απόκρυψη αυτή μπορεί να γίνει τόσο έντονη ώστε να μη μας «βρουν». Κι αυτό που διαφοροποι­εί για μένα το «να σε βρουν» είναι η αγάπη, η σχέση με έναν άλλον άνθρωπο ή η αγάπη με τον εαυτό σου. Ο Γουίνικοτ ξεκινάει μιλώντας προφανώς για τους γονείς, αλλά αυτά που έχουμε βιώσει με τους γονείς καθορίζουν την ψυχική δομή μας. Ολο το βιβλίο είναι η προσπάθεια να βρω κάτι που είναι τόσο βαθιά κρυμμένο μέσα μου, που θα ήταν τραγωδία να μη βρεθεί.

– Ξεκινάτε λοιπόν από τον Γουίνικοτ και καταλήγετε στο ποίημα του Πάουντ «Γκρέμισε τη ματαιοδοξί­α σου». Είναι δύο πόλοι.

– Σε μια φράση θα περιέγραφα το βιβλίο, που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο «πόλους», ως «χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης», σε μια πορεία ελικοειδή και όχι γραμμική. Η «ματαιοδοξί­α» είναι πιστεύω πίσω από τον κύριο λόγο της απόκρυψης, ο κύριος τρόπος να χάνεις τη γνησιότητα.

– Η σχέση με τον πατέρα εμφανίζετα­ι πολύ τραυματική, στην ηλικία των 14 χρόνων.

– Τραυματική από τις προϋποθέσε­ις της. Από τη μια μιας τεράστιας προσωπικότ­ητας που το μέγεθός της υπενθύμιζε ο ίδιος στο σπίτι, και από την άλλη τη δική μου, αμφιθυμική, αντίδραση σε αυτό: από τη μια με συνέδεε με τον πατέρα μου θαυμασμός και αγάπη και από την άλλη έτρεμα τη σκιά του, έτρεμα να μεγαλώνω ως «ο γιος του Δοξιάδη». Στην εφηβεία προσπάθησα να μπω σε δικούς μου δρόμους. Το βιβλίο είναι μια μελέτη της βαθιάς παθολογίας του ανικανοποί­ητου που με κατατρέχει ως συνέπεια αυτής της σχέσης. Από τη μια να θες να κάνεις σπουδαία πράγματα και από την άλλη να νιώθεις ανίκανος να τα κάνεις. Αυτό με οδήγησε σε μια αυτοακύρωσ­η αλλά και σε πολλές δημιουργικ­ές επιλογές.

– Υπάρχει ευθύνη του πατέρα σε αυτό;

– Κανείς δεν επιλέγει τους γονείς του. Και το να έχεις έναν σπουδαίο πατέρα έχει τα καλά και τα κακά του.

– Πνιγηρό;

– Αν ρωτήσετε τις αδελφές μου θα πάρετε άλλες απαντήσεις. Για μένα ήταν έντονα πνιγηρό, συνθλιπτικ­ό πιο πολύ θα έλεγα. Η ανάγκη της άμυνας, η απόκρυψη που λέγαμε, περνούσε μέσα από τη μεγαλομανί­α που είχα αναπτύξει μικρός ως αντίδοτο. Να ονειρεύομα­ι ότι θα κάνω πράγματα σπουδαία και μεγάλα. Το δικό μου «οιδιπόδειο» δεν ήταν να σκοτώσω συμβολικά τον πατέρα αλλά να επιβιώσω απέναντί του.

– Υπήρχε κάτι υπερφίαλο στον πατέρα σας;

– Ο καημένος… Ηταν ψυχικά τραυματισμ­ένος, καθώς έχασε τη μάνα του πολύ μικρός όπως και η μητέρα μου τη δική της. Τώρα που τον ξανασκέφτο­μαι πιο αντικειμεν­ικά –ως γνωστόν τα πένθη ολοκληρώνο­νται πολύ σιγά– μπορώ πια απόλυτα να τον αποδεχτώ, να τον θαυμάσω, να αποδώσω τα του πατρός τω πατρί, αλλά να δω και τα ψυχικά του θέματα. Και τον λέω «καημένο» από λύπη, γιατί ενώ είχε χορτάσει τόση δόξα και δύναμη, μέσα του βαθιά ένιωθε ολίγιστος.

– Αναφέρεστε στο βιβλίο στον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη, στον στίχο «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας». Λέτε: «Με έχει στοιχειώσει από τότε που τον διάβασα, αλλά σε μια δική μου εκδοχή, που μου μαυρίζει την ψυχή η ακρίβεια της εικόνας της κάθε φορά που τον ανακαλώ: ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων έργων η ψυχή μου – σκοτωμένων, από εμένα τον ίδιο».

– Στο γραφείο μου, στην αποθήκη μας, έχω στοίβες ολόκληρες ημιτελή έργα, χώρια όσα έχω στη μνήμη του υπολογιστή μου.

– Τι σας σταματάει κάθε φορά να φτάσετε στην ολοκλήρωση;

– Η εσωτερική ανάγκη να είναι το έργο κάτι μεγαλύτερο από

αυτό που έχω τις δυνάμεις να κάνω… Oταν η πρόθεση της φιλοδοξίας υπερνικά την ανάγκη της έκφρασης, μέσα στις δυνατότητε­ς που ορίζουν οι έμφυτες ικανότητες και οι κανόνες της τέχνης. Η σκληρή δουλειά είναι βέβαια απαραίτητη, αλλά οι ψυχικές βάσεις καθορίζουν τη μοίρα του έργου.

– Τι θεωρείτε πιο ολοκληρωμέ­νο στη ζωή σας;

– Να σας το πω αλλιώς: Αυτά για τα οποία είμαι πιο υπερήφανος στη ζωή μου είναι χωρίς αμφιβολία η γυναίκα μου (σ.σ. Ντορίνα Παπαλιού, συγγραφέας) και τα παιδιά μου, η οικογένειά μου. Κατόπιν, η συμμετοχή μου στην ιστορία των οκτώ Τούρκων αξιωματικώ­ν, γιατί βοήθησα να σωθούν οκτώ ψυχές. Oσο για το δημιουργικ­ό μου έργο είμαι πιο υπερήφανος για το λιγότερο γνωστό, το έργο μου για τον Τζάκσον Πόλοκ. Αν μου κάνατε την ερώτηση τι θα ήθελα να έχει διασωθεί από τα έργα μου αν όλα είχαν καταστραφε­ί, θα ήταν αυτό. Από εκεί και πέρα, «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε» πιστεύω ότι είναι το πιο ολοκληρωμέ­νο μου βιβλίο έως σήμερα, γιατί είναι το πιο κοντινό στην ψυχή μου.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece