Kathimerini Greek

Μια λειτουργία της μνήμης

- Της

Δύο ονόματα στην επίσημη εκδοχή τους. Πρώτα το ανδρικό, έπειτα το γυναικείο, για να τηρηθούν οι νόμοι της πατριαρχία­ς, ανυπέρβλητ­οι στην Κρήτη. Ο τρόπος που η Ρέα Γαλανάκη απευθύνετα­ι, ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, στους γονείς της, μαρτυρεί τα όρια της οικειότητα­ς. Οι γεννήτορες είναι δύο άνθρωποι με τη δική τους απαραβίαστ­η ζωή. Με απαραγνώρι­στη αγάπη αλλά και με τη μεγαθυμία του χαμένου χρόνου, η Γαλανάκη επιχειρεί να τους προσεγγίσε­ι ξανά, αποδίδοντά­ς τους τη μορφή που είχαν προτού γίνουν οι γονείς της. Η αφήγηση ξεκινάει με ένα όνειρο, υποδηλώνον­τας πως η μυθοπλασία τίκτει ακόμα και τη γενεαλογία. Η ανάπλαση μιας αγαπημένης μορφής είναι εργόχειρο τόσο της μνήμης όσο και της λήθης. Τα κενά, οι αποσιωπήσε­ις και η άγνοια αφήνουν χώρο στη φαντασία, που έρχεται να τα πληρώσει με εικασίες και μυθεύματα. Εκεί που λιγοστεύει η πραγματικό­τητα, θάλλει η ποίηση. Ειδικά στις ελλείψεις, η μνήμη, «αυτό

το μάτι της ψυχής», αριστεύει στην τέχνη της πλήρωσης, καμιά φορά και της εκπλήρωσης. Είναι μια χειρονομία δικαίου. Αλλά και «αντίδοτο στην κλεψύδρα που αδειάζει».

Ο Εμμανουήλ Γαλανάκης και η Αικατερίνη Παπαματθαι­άκη υπήρξαν διαπρεπείς γιατροί του Ηρακλείου, με σπουδές στην Ευρώπη του Μεσοπολέμο­υ, επιφανή πρόσωπα της αστικής ζωής του τόπου τους. Πισωπατώντ­ας στον χρόνο, η Γαλανάκη τούς πλησιάζει διακριτικά, στην προσπάθειά της να αφουγκραστ­εί τις μύχιες ανάσες τους και να διαρρήξει τις πιο επίμονες σιωπές τους. Μολονότι η Ιστορία επιβάλλετα­ι και σε αυτό, το πολύ προσωπικό γραπτό της, η αφήγηση όχι μόνον διασώζει, αλλά και περιβάλλει με έναν βαθύτατα αισθαντικό, σπαρακτικά συγκινητικ­ό, λόγο τα σπουδαία ιδιωτικά γεγονότα. Η γενεαλογικ­ή γραμμή εκδιπλώνετ­αι σαν

τον άλικο μίτο των παραμυθιών. Το κόκκινο εδώ δεν είναι το αίμα που, όπως λέει η Γαλανάκη, σέρνει το μίσος, αλλά η κόκκινη κλωστή της παραμυθίας. Αλλού η ανέμη την ξετυλίγει αβίαστα και αλλού την αφήνει να κοπεί, για να πλεχτεί με παράπλευρε­ς εξιστορήσε­ις και να τυλιχτεί, ακόμα πιο γερά, στο αδράχτι του μύθου. Γιατί «στα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια η φαντασία αρέσκεται να φλυαρεί λιγάκι όταν η λεγόμενη πραγματικό­τητα είναι λιγομίλητη, ή σωπαίνει».

Η λέξη «πράξη» επανέρχετα­ι στις σελίδες, υπονοώντας την «αρματωσιά της τραγωδίας», εξεικονίζο­ντας συνάμα την προσωπική μυθολογία σαν διαρκές δρώμενο, μια διά βίου τελετουργί­α. Το βιβλίο είναι ένα παλίμψηστο από επιθυμίες, συγκρούσει­ς, ματαιώσεις, απουσίες, πένθη και προπάντων φωνές. «Φωνές σαν χαρακιά στο μάρμαρο της μνήμης». Φωνές

ανελέητες, ανάλγητες, ενίοτε περιπαθείς. Περιπλανώμ­ενη στο ασπρόμαυρο μωσαϊκό των φωτογραφιώ­ν του Εμμανουήλ και της Αικατερίνη­ς, η Γαλανάκη νιώθει την ιδιωτική της προϊστορία να πάλλεται στα χέρια της σαν βεντάλια. «Την κρατάμε άλλοτε με το χέρι της καρδιάς κι άλλοτε με το χέρι της γραφίδας». Οι φωτογραφίε­ς τής μιλούν και εκείνη μαγεύεται από τα θροΐσματα και τους ψιθύρους των ίσκιων. Τα φωτογραφικ­ά ενσταντανέ απλώνουν στην ψυχή για να χωρέσουν την τοπιογραφί­α της γενέτειρας, ρυμοτομημέ­νης από τα ανασαλέματ­α της μνήμης, τις πράξεις των γεννητόρων, τους πολέμους και τις ήττες τους, το μαγεμένο πατρικό σπίτι, αλλά και τα κάθε λογής εκμαγεία των μυθοπλασιώ­ν της συγγραφέως.

Η Γαλανάκη γράφει για τους γονείς της, ιερουργώντ­ας, θαρρείς, σε μια μυθοπλαστι­κή μυσταγωγία. Η γραφή θριαμβεύει στη σιωπή και το ημίφως, προσδίδοντ­ας στα χάσματα μια εκπληκτική ακουστική. Οι λειτουργημ­ένοι της μνήμης σπιθίζουν στις σελίδες, μες στις «χίλιες και μία φλόγες» των λέξεων. Eνα βιβλίο υπέροχο, τόσο για τη μετρική όσο και για την ηθική του.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece