Από το Λονδίνο προσγειώθηκε στο «Διαφάνι»
Ο συνθέτης της σειράς «Αγριες μέλισσες» Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος στην «Κ»
ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ «Καλύτερα να μιλήσουμε πρωί, γιατί το μεσημέρι επιστρέφουν τα παιδιά από το σχολείο», λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος ή Αlex Sid. Τότε τους αφοσιώνεται. Oμως, άλλες ώρες της ημέρας ταξιδεύει μουσικά στη ζοφερή ατμόσφαιρα του τηλεοπτικού Διαφανίου. Μέσα από τα τραγούδια του για τις «Αγριες μέλισσες» τον μάθαμε. Κάθε τόσο στη σειρά, που ολοκληρώνεται τον Ιούλιο, ακούγεται κι ένα καινούργιο, με μια σύγχρονη, ιδιαίτερη μουσικότητα, τελείως διαφορετική από τα στερεότυπα των σίριαλ.
Πόσο άλλαξε τη ζωή του η επιτυχημένη καθημερινή τηλεοπτική σειρά; «Πάρα πολύ, με γνώρισε ο κόσμος», λέει ευχαριστημένος. «Επειτα από χρόνια στον χώρο του κινηματογράφου ως sound designer και mixer, η σύνθεση παρέμενε η μεγάλη μου αγάπη, όνειρο που δεν είχα πραγματοποιήσει και μερικές φορές αισθανόμουν ότι δεν θα τα καταφέρω. Στον πρώτο κύκλο της σειράς, το 2019, μπήκα σιγά σιγά και στους επόμενους δύο άλλαξε η ζωή μου».
Στις συναυλίες «Οι Μέλισσες αγριεύουν τις νύχτες» τον χειμώνα, αιφνιδιάστηκε όταν είδε ότι το κοινό γνωρίζει όλα τα τραγούδια του. Τώρα ξεκινά νέες, έχοντας πάλι μαζί του τους Αναστασία Μουτσάτσου, Δημήτρη Γκοτσόπουλο, Γιάννη Βασιλώττο και άλλους συντελεστές της σειράς. Οι δύο μεγάλοι σταθμοί είναι στις 15/6 στο θέατρο Συκεών στη Θεσσαλονίκη και στις 17/6 στην Αθήνα στο City Garden festival, με επιπλέον καλεσμένους τη Μαρία Κίτσου και τον σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτο.
Τίποτε απ' όλ' αυτά δεν φανταζόταν τα χρόνια που ζούσε στο Λονδίνο. Στην αρχή, σπουδές παραγωγής ήχου και sound design και έπειτα δουλειά στο στούντιο στο Boom Ltd, στις μεγαλύτερες παραγωγές τηλεόρασης και κινηματογράφου των BBC, Channel 4 και HBO. «Ημουν εξαιρετικά τυχερός. Κάποιος μου έστειλε ένα μήνυμα ότι εκεί ζητούσαν προσωπικό. Στην ουσία ήθελαν παιδί για όλες τις δουλειές. Με συμπάθησαν, έμαθα
το τεχνικό μέρος της δουλειάς και στο τέλος ήμουν mixer. Αυτός που αναλαμβάνει την τελική ισορροπία διαλόγων, ηχητικών εφέ και μουσικής. Ο μίξερ παίρνει αυτά τα στοιχεία και τα κάνει το τελικό σάουντρακ».
Δεκαπέντε χρόνια έμεινε στην Αγγλία ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος, αλλά όπως τονίζει, όσα χρόνια και να ζήσεις σε μια χώρα, δύσκολα θα γίνεις ντόπιος. «Το Λονδίνο είναι ανοιχτή κοινωνία, σε δέχονται. Σημασία έχει να είσαι συμπαθητικός, ευγενικός, να έχεις όρεξη να μάθεις γιατί έτσι γίνονται οι καλές συνεργασίες».
Εκεί έμαθε τα μυστικά του κινηματογράφου, όμως έμεινε πίσω το εφηβικό όνειρο. Πιτσιρικάς
στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε, αγαπούσε το ροκ και το χέβι μέταλ, έκανε μαθήματα κιθάρας, άρχισε να παίζει τις δικές του μελωδίες. «Από την πρώτη έως και την τρίτη λυκείου όλος μου ο ενθουσιασμός ήταν οι πρόβες σε ένα στούντιο στην πλατεία Ναυαρίνου. Ημουν εσωστρεφές παιδί και η κιθάρα ήταν για μένα διέξοδος. Εκεί γινόταν το ξέσπασμα της εβδομάδας. Ηθελα πολύ να ασχοληθώ με τη μουσική, αλλά οι γονείς μου με έπεισαν να σπουδάσω ηχοληψία. Ηθελαν ένα ασφαλές επάγγελμα».
Στο Λονδίνο, όσο καταξιωνόταν επαγγελματικά, τόσο απομακρυνόταν από τη ζωή και το αρχικό όνειρο. Κάποια μικρά ταξίδια
στην Ισπανία και στη Γαλλία τον μετακίνησαν. «Αρχισα να βλέπω πώς ζει εκεί ο κόσμος και αναρωτιόμουν “εγώ τι κάνω τόσες ώρες στο σκοτάδι;”. Νύχτα έμπαινα στο στούντιο, νύχτα έφευγα». Ετσι τα άφησε όλα και αποφάσισε με την τότε σύντροφό του –σύζυγό του σήμερα– να ταξιδέψουν. «Είχα ανάγκη να πάω σε χώρες της Λατινικής Αμερικής που είναι πιο χύμα από τις ευρωπαϊκές. Ηταν επιθυμία για απόδραση. Κούβα, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Περού, Βολιβία, Εκουαδόρ· επτά ολόκληροι μήνες. Είχαμε τα σακίδιά μας, πηγαίναμε από πόλη σε πόλη. Στο Κούσκο, την πρωτεύουσα των Iνκας, μείναμε ένα μήνα. Αγόρασα και ένα
τσαράνγκο από εκεί, ένα μικρό έγχορδο όργανο το οποίο ακούγεται σε τραγούδια μου».
Υπήρξαν και ριψοκίνδυνες στιγμές. Επικίνδυνες στιγμές που προσπάθησαν να τους κλέψουν, να τους ξεγελάσουν, οτοστόπ ακόμη και σε πετρελαιοφόρο για να μετακινηθούν από το ένα χωριό στο άλλο. «Αργότερα, φίλοι που κατάγονταν από εκεί, μας είπαν ότι σταθήκαμε τυχεροί, ότι άλλοι που πήγαν όπως εμείς χάθηκαν... Δεν ξέρω αν θα τολμούσα ξανά τέτοιο ταξίδι. Οταν γίνεσαι πατέρας τα σκέφτεσαι αλλιώς, τα παιδιά μπαίνουν μπροστά. Με τη Νεφέλη και τον Φίλιππο –επτά και εννέα χρόνων– ασχολούμαι πολύ και από μικρά».