Χάθηκε η τέλεια πρόφαση που δικαιολογεί τα λάθη
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ Η τόνωση της οικονομίας με πόρους από τα κράτη ή τις κεντρικές τράπεζες ήταν προτεραιότητα τους τελευταίους μήνες στην ελληνική οικονομία αλλά και ευρύτερα. Προφανώς τα κεφάλαια που «έπεσαν» στην οικονομία έφεραν κατανάλωση και καταθέσεις, στήριξαν την οικονομία. Μοιράστηκαν δεκάδες δισεκατομμύρια σε αντικατάσταση εισοδημάτων που χάθηκαν, για να καλύψουν δαπάνες που προκλήθηκαν από τον πληθωρισμό. Τι λείπει; Η πραγματική ανάπτυξη. Οι δουλειές.
Δώδεκα χρόνια μετά τη χρεοκοπία και την εγκατάσταση της ενισχυμένης εποπτείας, επιστρέφουμε στα βασικά: Δεν μπορεί να αγνοηθεί η βάση της ανάπτυξης, που είναι η απασχόληση. Κι αυτή δείχνει αρνητικές εξελίξεις και μάλιστα με πολλούς τρόπους. Από τη μία πλευρά, επιχειρήσεις προβληματίζονται γιατί δεν μπορούν να καλύψουν θέσεις εργασίας, δυσανασχετούν γιατί οι διαθέσιμοι
για εργασία δεν έχουν ικανότητες που απαιτούνται. Επιπλέον, το αυξημένο ενεργειακό κόστος πλήττει την κερδοφορία. Από την άλλη, οι απασχολήσιμοι διαμαρτύρονται γιατί οι συνθήκες εργασίας δεν είναι ικανοποιητικές. Οι αμοιβές δεν καλύπτουν βασικά έξοδα διαβίωσης.
Η αλήθεια όμως που αναδεικνύει η στατιστική είναι σαφέστατη. Το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς (Ερευνα Εργατικού Δυναμικού 2022) ο αριθμός των απασχολουμένων ήταν λίγο πάνω από 4 εκατ. άτομα, παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά εμφανίζει αύξηση 11,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Είμαστε καλύτερα από πέρυσι, χρονιά πανδημίας, αλλά...
Ο αριθμός των ανέργων παρουσίασε αύξηση 4,8% από το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή όσοι δεν εργάζονται ούτε
αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 4,3 εκατ. άτομα, περισσότεροι από τους απασχολουμένους.
Στη Eurostat μετράνε τις κενές θέσεις εργασίας, δηλαδή τις θέσεις εργασίας για τις οποίες οι εργοδότες έχουν αναρτήσει αγγελίες ή γενικά επιδιώκουν να καλύψουν. Το πρώτο τρίμηνο οι κενές θέσεις εργασίας στην Ευρωζώνη έχουν αύξηση 3,1%, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, που ήταν 2,8%.
Η μεγαλύτερη άνοδος κενών θέσεων εμφανίζεται στην Τσεχία (5,3%), στην Ολλανδία (4,9%), στο Βέλγιο (4,8%). Η μικρότερη αύξηση κενών θέσεων είναι στην Ελλάδα με 0,8% και πολύ κοντά η Ισπανία και η Βουλγαρία με 0,9%.
Η αρνητική αυτή επίδοση αφορά ολόκληρη την ελληνική οικονομία. Στον τομέα της βιομηχανίας και των κατασκευών η αύξηση κενών θέσεων είναι μόλις 0,4%, όταν στην Ευρωζώνη είναι 2,9%. Στον τομέα των υπηρεσιών, που υποτίθεται είναι η δύναμή μας, οι κενές θέσεις στην Ελλάδα εμφανίζουν αύξηση μόλις 1,3%, ενώ στην Ευρωζώνη είναι 3,6%.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ζούμε είναι ένας αγώνας δρόμου. Εχουν δημιουργηθεί θεσμοί και κανάλια χρηματοδότησης για την ανάκαμψη, την πράσινη μετάβαση, τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτά όμως ακόμα μοιάζουν υποσχέσεις. Στην οικονομία έχουν φθάσει τα επιδόματα και η ενίσχυση των εισοδημάτων, όχι οι πραγματικές δουλειές. Το μεγάλο στοίχημα για τους επόμενους μήνες είναι να χρηματοδοτηθούν έργα και δραστηριότητες που θα δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες απασχόλησης. Κι αυτό πρέπει να γίνει αναγκαστικά σε συνθήκες ανόδου επιτοκίων, ενώ αυξάνονται το πολιτικό ρίσκο, οι γεωπολιτικές εντάσεις.
Αυτές οι δυσχέρειες της συγκυρίας συμπίπτουν με τα εφόδια που προσφέρει η έξοδος της χώρας από την «ενισχυμένη εποπτεία».
Το κακό όμως είναι ότι τώρα δεν υπάρχει πρόσχημα για να δικαιολογήσουμε τα δικά μας λάθη. Χάθηκε η εύκολη δικαιολογία ότι για όλα ευθύνεται το καθεστώς εποπτείας, οι «ανάλγητοι» ξένοι, οι άλλοι. Η αυτονομία που κατέκτησε η ελληνική οικονομία αναδεικνύει τις ευθύνες του συστήματος.
Η αυτονομία που κατέκτησε η ελληνική οικονομία αναδεικνύει τις ευθύνες του συστήματος.