Αισιοδοξία και κλίμα νίκης
Το φύλλο της «Καθημερινής» που κυκλοφόρησε στις 5 Σεπτεμβρίου 1921, ελάχιστες ημέρες μετά την αναδίπλωση των ελληνικών δυνάμεων δυτικά του Σαγγάριου, απέπνεε ένα κλίμα νίκης.
«Ο πόλεμος ετερματίσθη. Και θα ακολουθήση τον τερματισμόν του η αποκατάστασις της ειρήνης», σημείωνε το άρθρο της σύνταξης. Και συνέχιζε: «Η Ελλάς, πλούσια αποκομμίσασα κέρδη των τόσων της εκστρατειών, θα τα διαφυλάξη έναντι πάσης διαθέσεως προς επιδρομήν. Θα προβή εις την παγίαν οργάνωσιν της ελληνικής των ελευθερίας και της ελληνικής των διοικήσεως. Εις την Μικρασίαν απέστειλε μέχρι τούδε η Ελλάς στρατόν πολέμου. Από τούδε θ' αποστείλη στρατόν πολιτισμού».
Η εφημερίδα αντλούσε αυτή την αισιοδοξία από πληροφορίες που έφταναν από το μέτωπο. Αλλωστε, στην ανακοίνωση που εξέδωσε πριν από δύο ημέρες ο αρχηγός της Στρατιάς Μικράς Ασίας, Αν. Παπούλας – και δημοσιευόταν στο φύλλο– ανέφερε: «Ο σκοπός της
στρατιάς επέτυχε: Συνήντησεν τον εχθρόν και τον ενίκησεν έτι μίαν φοράν. Η προχώρησις της στρατιάς ήτο ήδη αρκετή. Η συγκοινωνία διά του Σαγγαρίου εξασφαλίσθη και η στρατιά απεφάσισε να σταματήση την νέαν προχώρησιν».
Αιωρούνταν, βέβαια, το ερώτημα: γιατί δεν συνεχίστηκε η προέλαση προς την Αγκυρα; Η ανακοίνωση του Παπούλα άφηνε να εννοηθεί: επειδή δεν ήταν απαραίτητο. Προς υποστήριξη αυτής της εκδοχής, η «Καθημερινή» αναδημοσίευε την άποψη του «παγκοσμίου φήμης στρατιωτικού κριτικού και πολεμικού ανταποκριτή της “Εφημερίδος της Γενεύης”, συνταγματάρχη κ. Φέυλερ»: «Ενώπιον του ελληνικού Στρατηγείου, το πρόβλημα των περαιτέρω ενεργειών, λεπτότατον, παρουσιάζετο ως εξής: Ο Ελληνικός στρατός, όσις είχε λάβει ήδη ενισχύσεις, ηδύνατο να επιχειρήση το τελευταίον άλμα μέχρις Αγκύρας. Αλλ' εκινδύνευε να φθάση εκεί εξησθενημένος εις στιγμήν καθ' ην η εισβολή της περιόδου των βροχών και του χειμώνος θα εμπόδιζε σοβαρώς τον ανεφοδιασμόν του. Αντί τούτου όμως ηδύνατο ο Ελληνικός στρατός να διατηρήση άθικτον την στρατιωτικήν του δύναμιν, αποσυρόμενος εις την εντεύθεν όχθην του φυσικού φραγμού του Σαγγαρίου, με γραμμήν συγκοινωνιών βραχείαν και αποκατεστημένην πλήρως».
Τα πράγματα δεν ήταν έτσι ακριβώς. Αυτή η υπεραισιόδοξη πρόσληψή τους, όμως, επέτρεπε σε πολλούς –και στην εφημερίδα– να αρχίζουν να συζητούν πώς θα διενεργηθεί η αποστράτευση.