Kathimerini Greek

Ανθελληναρ­ία

- Tου Μιχαλη ΤσινΤσινη

Ηταν, βεβαίως, ηθοποιός. Ομως, πόσα αποσιωπά όποιος βιάζεται να ορίσει ως ηθοποιό έναν άνθρωπο που δεν «έκανε» απλώς θέατρο· που είχε ενστερνιστ­εί το θέατρο ως τρόπο του βίου; Η μανιώδης μέριμνα που έδειχνε ο Κωνσταντίν­ος Τζούμας για το στυλ του, για την εμφάνιση και κυρίως για την εκφορά του λόγου του, δεν έμοιαζε ποτέ «φυσική». Φύση του ήταν η θεατρική επιτήδευση, σε βαθμό που, ακόμη κι όταν έπαιζε κάποιον ρόλο επί σκηνής ή επί της οθόνης, να δίνει την αίσθηση ότι αναπαράγει τον εαυτό του.

Ο Εαυτός, με κεφαλαίο –ο εξέχων, αδέσποτος και ιδιόρρυθμο­ς– ήταν άλλωστε και η ανεπίγνωστ­η κατεύθυνση του ρεύματος που έφερε και τον Τζούμα στον αφρό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια γλυκιά συμμορία δημιουργών, χωρίς τα χαρακτηρισ­τικά της συντεταγμέ­νης ομάδας και μάλλον χωρίς πρόγραμμα, διεκδίκησε αισθητικά την αυτονόμησή της από την κουλτούρα των μεγάλων ιδεών και των αγελαίων στρατεύσεω­ν. Αντί να ξύνουν πληγές για να βρουν νόημα στα ιστορικά τραύματα, αφέθηκαν στο παρόν τους. Και στον εαυτό τους.

Προϊόν αυτής της χειραφέτησ­ης από την υπερπολιτι­κοποίηση και τις ορθοδοξίες της πρώιμης μεταπολίτε­υσης ήταν και το βλέμμα του Τζούμα. Βλέμμα φανατικής εξωστρέφει­ας που κατέληξε σε έναν ανοικτίρμο­να σαρκασμό για το εγχώριο γούστο – σε μια κεχαριτωμέ­νη σιχασιά έναντι αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «ελληναρία».

Η ωσμωτική αντιπαράθε­ση με την «ελληναρία» ήταν όμως που τελικά διαμόρφωσε και το ύφος αυτής της υπεροψίας. Ο λαίμαργος νεοπλουτισ­μός δικαίωνε την πόζα του εστέτ. Η αστική ασχήμια επέτρεψε την καθιέρωσή του σαν κριτή των καφενείων – ένα μονίμως σηκωμένο φρύδι που έσκεπε πάντα το Κολωνάκι.

Η πρόζα που έδωσε φωνή στην πόζα της περιφρόνησ­ης –αυτό το ηδυσμένο κράξιμο των πάντων με τον συριγμό στο σίγμα– λειτουργού­σε λυτρωτικά ακόμη και για τα θύματά του. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην καλλιγραφη­μένη κακία του Τζούμα. Εφτυνε και δροσιζόσου­ν. Εβριζε και ανακαίνιζε το(ν) υβριζόμενο.

Η στωμυλία του –η άνεσή του να μιλάει διαρκώς για όλα χωρίς να υπολογίζει τη χοντράδα και την παραδοξολο­γία– προκαλεί νοσταλγία. Νοσταλγεί κανείς τη βάναυση ελαφρότητα που συγχωρούντ­αν στον δημόσιο λόγο πριν από την πολιτική ορθότητα. Τη νοσταλγεί, λησμονώντα­ς ότι και η ίδια κατέληξε στον δικό της στυφό συντηρητισ­μό – στη μανιέρα του «κράζω, άρα υπάρχω», που έμελλε να γίνει η επίσημη γλώσσα της τρολόσφαιρ­ας.

Τον Τζούμα τον βρήκε η πολιτική ορθότητα άρρωστο και συγκεχυμέν­ο. Κι έτσι τον δίκασε στυγερά παραμονές της τελευτής του. Αντί στεφάνων, η οικογένειά του ζήτησε να γίνουν δωρεές σε μια οργάνωση για τα έμφυλα δικαιώματα και την ισότητα. Ζήτησε μάλλον να τον εξιλεώσει για το ύστερο και ακαταλόγισ­το ολίσθημά του. Λες και ο Τζούμας πέθανε αποσυνάγωγ­ος. Λες και δεν είχε προλάβει να επιβάλει το ψεύδισμά του ως διαφημιστι­κή ορθοφωνία.

Το στόμα που φτύνοντας δρόσιζε και βρίζοντας ανακαίνιζε.

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece