Επιλεκτικές συνταγματικές ευαισθησίες από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ
ΣΠΥΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ* Η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ επανέφερε στο προσκήνιο τη συνταγματική προβληματική των αμβλώσεων. Με τη νέα του απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την προηγούμενη νομολογία του από τη δεκαετία του 1970, που είχε αποδεχθεί ότι υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση. Eτσι, άνοιξε τον δρόμο στις πολιτείες των ΗΠΑ να ρυθμίσουν το θέμα αυτό κατά το δοκούν, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της δυνατότητας πλήρους απαγόρευσης και ποινικοποίησης της άμβλωσης. Με την απόφαση αυτή, οι ανώτατοι δικαστές των ΗΠΑ αγνόησαν μια πολύ σημαντική παράμετρο: το να φέρεις ένα παιδί στον κόσμο είναι μια πολύ σημαντική απόφαση, η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί σε καμία γυναίκα με ποινές φυλάκισης. Πέραν τούτου, η απόλυτη απαγόρευση αγνοεί την πραγματικότητα των νόμιμων εξωσωματικών γονιμοποιήσεων όπου χρησιμοποιούνται υπεράριθμα έμβρυα. Oλα αυτά, βέβαια, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στο άλλο άκρο, όπως η κατηγορηματική άρνηση οποιασδήποτε προστασίας στα έμβρυα και η θεώρηση της άμβλωσης ως ενός υποκατάστατου της αντισύλληψης.
Στη χώρα μας, ο νομοθέτης από τη δεκαετία του 1980 εξισορρόπησε την αναπαραγωγική ελευθερία της γυναίκας με την προστασία
του εμβρύου έπειτα από ένα στάδιο εξέλιξής του, επιτρέποντας ουσιαστικά την άμβλωση τις δώδεκα πρώτες εβδομάδες της κύησης, σε ορισμένες δε σοβαρές περιπτώσεις (εγκυμοσύνη ως αποτέλεσμα βιασμού, κίνδυνος υγείας για την έγκυο γυναίκα) και μετά το χρονικό αυτό σημείο.
Το θέμα δεν είναι, βέβαια, μόνο νομικό. Είναι προεχόντως ζήτημα υπεύθυνης σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και ενίσχυσης των κοινωνικών δομών.
Υπάρχουν και δύο άλλες σοβαρές διαστάσεις που ανέδειξε η πρόσφατη απόφαση: Πρώτον, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ μετέβαλε τη νομολογία του, επειδή επί προεδρίας Τραμπ την πλειοψηφία απέκτησαν οι συντηρητικοί δικαστές. Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά προβληματικό να αλλάζει η νομολογία ενός ανωτάτου δικαστηρίου κάθε φορά που αλλάζει η πολιτική πλειοψηφία, σαν να είναι η Δικαιοσύνη μια απλή προέκταση της πολιτικής εξουσίας. Οι πολιτικές πλειοψηφίες
πρέπει να καθορίζουν τη σύνθεση της Βουλής και της κυβέρνησης και όχι τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Και, δεύτερον, ίσως ακόμη πιο σημαντικό: Το εάν η νομολογία ενός δικαστηρίου είναι επιτυχημένη ή όχι, εξαρτάται και από τη δογματική της συνέπεια. Οι επιλεκτικές ευαισθησίες και οι «α λα καρτ» αποφάσεις σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων αντιστρατεύονται την ισοπολιτεία και ενισχύουν την αίσθηση πως ορισμένες αποφάσεις αποτελούν περισσότερο προσπάθεια επιβολής κάποιων ιδεολογιών παρά προσπάθεια απονομής του δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι ελάχιστη πειστική, αν συγκριθεί με την απόφαση του ίδιου δικαστηρίου των ίδιων ημερών που έκρινε αντισυνταγματικό νόμο της Νέας Υόρκης για τον περιορισμό της οπλοκατοχής, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστές οι μαζικές δολοφονίες με όπλα σε σχολεία των ΗΠΑ. Τελικά, οι ΗΠΑ μάλλον θα πρέπει να ξαναδούν τη νομολογία τους σε θέματα ζωής. Γιατί, πράγματι, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα όταν, από τη μία, δέχεσαι την απόλυτη προστασία της αγέννητης ζωής και, από την άλλη, καταφάσκεις τη συνταγματικότητα της θανατικής ποινής, τη στιγμή που η απαγόρευσή της αποτελεί κεκτημένο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.
Η απόλυτη απαγόρευση των αμβλώσεων αγνοεί την πραγματικότητα των νόμιμων εξωσωματικών γονιμοποιήσεων, όπου χρησιμοποιούνται υπεράριθμα έμβρυα.