Οι Κουβανοί κουβαλάμε την Ιστορία
Ο συγγραφέας Λεονάρντο Παδούρα μιλάει στην «Κ» για τη ζωή στην πατρίδα του και το ζήτημα της μετανάστευσης
ΜΑΡΩ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
Σε αυτό το καφέ, μέσα σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο όπου δίνουν τα ραντεβού τους οι τουρίστες και οι Αθηναίοι λίγο πριν εκδράμουν για shopping, ο Λεονάρντο Παδούρα κάθεται απέναντί μου περιμένοντας να αρχίσει η συνέντευξη. Η αφορμή της είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα-ποταμός «Σαν σκόνη στον άνεμο» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη), η ευκαιρία μάς δίνεται χάρη στη μετάκληση του συγγραφέα από το 14ο Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Φοράει στρογγυλά γυαλιά μυωπίας με μαύρο σκελετό, που καδράρουν το βλέμμα του: ευθύ, ανοιχτό και ταυτόχρονα συγκρατημένο. Διάσημος και ταπεινός. Θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Κουβανός συγγραφέας, έχει τιμηθεί με 50 βραβεία στη Νότια και στη Βόρεια Αμερική καθώς και στην Ευρώπη, ενώ το όνομά του ακούγεται για το προσεχές βραβείο Μιγκέλ ντε Θερβάντες – ισοδύναμο του βραβείου Μπούκερ για τον ισπανόφωνη λογοτεχνία. Είμαι συγκινημένη που τον συναντώ.
Οι απαντήσεις του για την κατάσταση στην πατρίδα του είναι μετρημένες και προσεκτικά διατυπωμένες. «Ζω στην Κούβα, γιατί χρειάζομαι την Κούβα για να γράψω. Ως συγγραφέας τροφοδοτούμαι από την πραγματικότητά της, από τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι άνθρωποι εκεί. Τα τελευταία χρόνια, πλην των δύο της πανδημίας, ταξίδεψα πολύ. Αλλά κάθε φορά που επιστρέφω, πιάνω αμέσως επαφή με τον τόπο, γιατί μεταξύ μας μοιραζόμαστε τους ίδιους κώδικες. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας ως πολίτης έχει ευθύνη απέναντι στην κοινωνία».
Γεννημένος στην Αβάνα το 1955, έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε ένα περιβάλλον υποχρεωτικής αυτολογοκρισίας. Η μόνη εκ των υστέρων παράκληση σε αυτή τη μεγάλη συζήτηση ήταν να μείνουν εκτός κάποια πολιτικά κομμάτια. Προφανώς συμφώνησα. Εδώ, ανάμεσα στους τουρίστες και στους shoppers, μπορεί κάποιος εύκολα να χαλαρώσει υπερβολικά. Μάλλον το ξανασκέφτηκε αργότερα, καπνίζοντας το τσιγάρο του στο πεζοδρόμιο: παρά τα ταξίδια και την επιτυχία, σε τελική ανάλυση παραμένει ένας Κουβανός που ζει στην Κούβα.
– Τι σημαίνει για εσάς το να ζείτε στο πατρικό σας σπίτι, στην ίδια γειτονιά, επί 67 χρόνια;
– Εχει κανείς την αίσθηση πως η πόλη του δεν αλλάζει, πως η γειτονιά του δεν αλλάζει επειδή δεν αλλάζει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας του. Ομως η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία της Κούβας άλλαξε δραματικά, ιδίως κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Σε προσωπικό επίπεδο κι εγώ αλλάζω, γιατί σιγά σιγά μπαίνω στην τέταρτη ηλικία, και κοιτάζω τη ζωή από διαφορετική οπτική γωνία. Εδώ και 40 χρόνια εργάζομαι ως δημοσιογράφος και συγγραφέας. Οι αλλαγές στην κουβανική κοινωνία έχουν επηρεάσει τη λογοτεχνική μου δουλειά. Δεν βλέπω
τη σημερινή πραγματικότητα με τον τρόπο που την έβλεπα τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισα να γράφω. Υπάρχει η φυσική φθορά στην πόλη, αλλά και η φθορά των ανθρώπων, που μεγαλώνει λόγω της έλλειψης προσδοκιών για το μέλλον. Ιδιαίτερα τώρα που κορυφώνεται πάλι το κύμα της μετανάστευσης, ένα θέμα με το οποίο ασχολούμαι στο τελευταίο μυθιστόρημα. Κατά το τελευταίο 8μηνο, κάθε μήνα φεύγουν, μόνο για τις ΗΠΑ, κατά μέσον όρο 30.000 Κουβανοί.
– Το πιο πρόσφατο βιβλίο σας είναι πολυπρόσωπο, χωρισμένο
σε 10 μέρη που καλύπτουν ένα μακρύ χρονικό διάστημα. Πώς το δουλέψατε;
– Απαίτησε από εμένα να χρησιμοποιήσω όλα τα πιθανά μέσα που διέθετα. Δεν μπορώ να ζήσω τη ζωή όλων των χαρακτήρων μου, όμως ο συγγραφέας είναι κάπως σαν βρικόλακας, τρέφεται από το ξένο αίμα. Ετσι οι εμπειρίες πολλών ανθρώπων που γνώρισα στη διάρκεια της ζωής μου μού φάνηκαν χρήσιμες. Επισκέφθηκα πολλούς από τους τόπους που αναφέρω – την Τακόμα για να δω πώς δουλεύουν τα ιπποφορβεία, τη Χαϊαλία στη Φλόριντα Το μυθιστόρημα «Σαν σκόνη στον άνεμο» κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη.
για να μάθω πώς σκέφτονται οι άνθρωποι εκεί.
Είχα σκοπό να φτιάξω μια ιστορία της γενιάς μου: αυτών που έμειναν και αυτών που έφυγαν από την Κούβα. Ηξερα ανέκαθεν ότι ήθελα να γράψω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, αλλά δεν γνώριζα τον τρόπο. Ημουν σίγουρος για την αρχή: Είχα μια ομάδα πολύ φίλων, που σε μια κρίσιμη στιγμή άρχισαν να χωρίζονται. Μεταξύ τους υπήρχαν ιστορίες πίστης και απιστίας. Και υπήρχε επίσης ένας χαρακτήρας, η Αδέλα, που η καταγωγή της παρέμενε μυστήριο.
Το πρώτο κεφάλαιο διαδραματίζεται το 2016, το δεύτερο, το 1989. Τι συνέβη στους φίλους ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια, δεν το ήξερα. Βρέθηκα στο κενό. Κι άρχισα να πηγαίνω βήμα βήμα ακολουθώντας τους χαρακτήρες, σχεδιάζοντας την αρχιτεκτονική αυτού του μυθιστορήματος, στο οποίο η αφήγησή του δεν είναι γραμμική. Πολλές φορές οι ίδιοι οι χαρακτήρες μου με εξέπλητταν, επειδή έκαναν πράγματα που δεν ήξερα ότι επρόκειτο να κάνουν. Αυτό με οδήγησε σε μια γραφή που χρειαζόταν διαρκή επανέλεγχο, ώστε η πλοκή να οικοδομηθεί σωστά. Θα μπορούσα να πω ότι γράφω τα μυθιστορήματά μου δύο φορές: τη μία προσπαθώντας να χτίσω την ιστορία, τη δεύτερη προσπαθώντας να γράψω καλά αυτή την ιστορία.
Ζω στην Κούβα, γιατί χρειάζομαι την Κούβα για να γράψω. Ως συγγραφέας τροφοδοτούμαι από την πραγματικότητά της.