«Οι πρώτοι που με κάλεσαν μιλούσαν άψογα, λες και διάβαζαν σενάριο»
«Στην αρχή το θεωρούσα φυσιολογικό. Εβαλα μια αγγελία στο car. gr για να πουλήσω ένα φορτηγό και με κάλεσε κάποιος που ήθελε να το αγοράσει», λέει ο ιδιοκτήτης της εταιρείας ελαστικών που βρέθηκε κατηγορούμενος ως μεσάζοντας σε μία από αυτές τις «υβριδικές» απάτες. Καθώς εκκρεμεί ακόμη η υπόθεσή του, μίλησε στην «Κ» ζητώντας να μη δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία του. «Στην πορεία, όμως, όταν αρνήθηκα να παίξω το παιχνίδι τους, άλλαξε η στάση τους. Πρέπει να μίλησα με τουλάχιστον τρία ή τέσσερα διαφορετικά άτομα που με καλούσαν για να τους συναντήσω και να επιστρέψω χρήματα που υποτίθεται ότι είχαν κατατεθεί εκ μέρους τους. Οι πρώτοι που με είχαν καλέσει μιλούσαν άψογα, λες και διάβαζαν κάποιο σενάριο.
Στην πορεία, όσο δεν γινόταν αυτό που ήθελαν και πιέζονταν, διαπίστωνα ότι υπήρχαν κενά σε όσα έλεγαν», επισημαίνει.
Η εταιρεία του έχει συμπληρώσει σχεδόν τρεις δεκαετίες λειτουργίας. Ο ίδιος τονίζει ότι θα ήταν παράδοξη η οποιαδήποτε εν γνώσει του εμπλοκή σε αυτή την υπόθεση, καθώς ο κύκλος εργασιών της επιχείρησής του φτάνει το μισό εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Υποστηρίζει ότι δεν είχε κανένα λόγο να διακινδυνεύσει τη φήμη του για το οποιοδήποτε ποσό. Αρχικά θεώρησε ότι η εταιρεία οικοδομικών υλικών
από την οποία του έγινε η κατάθεση συμμετείχε στο ίδιο κόλπο, αργότερα κατάλαβε ότι και αυτή ήταν θύμα της ίδιας υπόθεσης.
Ακολούθησε εκείνες τις ημέρες και νέα κατάθεση 2.700 ευρώ σε λογαριασμό του από άλλη εταιρεία στη Σάμο, με την οποία δεν είχε καμία προηγούμενη επικοινωνία. Τους κάλεσε, όπως τονίζει, άμεσα και του ανέφεραν ότι το IBAN του είχε υποδειχθεί από κάποιον τρίτο. «Μάλλον έγινε λάθος», του είπαν, και άμεσα έδωσε εντολή επιστροφής του ποσού. Μετά την απολογία του στον ανακριτή αφέθηκε ελεύθερος
χωρίς περιοριστικούς όρους και τώρα αναμένει την έκδοση σχετικού βουλεύματος για να δει εάν θα απαλλαγεί οριστικά από τις κατηγορίες.
Πλέον είναι και πιο υποψιασμένος.
Τον προηγούμενο μήνα, κάποιος άγνωστος κάλεσε στην εταιρεία του υποδυόμενος τον αγοραστή. Υποστήριξε ότι ήταν ξενοδόχος από την Πελοπόννησο. Ζήτησε από μια υπάλληλο το IBAN της εταιρείας για να καταθέσει το ποσό της παραγγελίας του και έπειτα πίεζε στο τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη να μοιραστεί τους τραπεζικούς κωδικούς του με την πρόφαση ότι κάπου «κολλούσε» η μεταφορά. «Δεν τον άκουσα. Οσο καθυστερούσα και φαινόταν ότι δεν με έπειθε, τόσο άρχιζε να χάνει τα λόγια του», λέει.