Αντικρουόμενες οι εκτιμήσεις των αναλυτών για την πορεία του ευρώ
Βασικό θέμα του ντιμπέιτ ήταν φυσικά και η πορεία του ευρώ. Σε αυτό οι τρεις αναλυτές της αγοράς συναλλάγματος συμφώνησαν ότι... διαφωνούν, με τον κ. Κοντόπουλο να παρατηρεί με χιούμορ ότι το σίγουρο είναι πως στο τέλος, ένας Ελληνας θα αποδειχθεί σωστός στις εκτιμήσεις του...
Επειτα από τα χαμηλά 20ετίας που βρέθηκε στις αρχές του φθινοπώρου και κάτω από την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο, το ευρώ έχει ανακάμψει σημαντικά αγγίζοντας υψηλά εννέα μηνών και το 1,09. Η Deutsche Bank δηλώνει στην «Κ» ιδιαίτερα αισιόδοξη για το κοινό νόμισμα, η Bank of America, αντίθετα, είναι καθαρά «ταύρος» για το δολάριο, ενώ η Barclays εκτιμά πως οι προοπτικές του ευρώ κάθε άλλο παρά ξεκάθαρες είναι.
«Αναμένουμε συνεχή ενίσχυση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου και η πρόβλεψή μας για το τέλος του έτους είναι το 1,15. Υπάρχουν τρεις βασικοί οδηγοί πίσω από αυτή την άποψη. Πρώτον, η ομαλοποίηση των τιμών της ενέργειας (μαζί με τα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης αερίου στη Γερμανία) είναι ένα σημαντικό θετικό για το εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία. Δεύτερον, η επαναλειτουργία της κινεζικής οικονομίας θα στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία περισσότερο από τις ΗΠΑ. Τρίτον, η ΕΚΤ είναι πιθανό να παραμείνει πιο επιθετική από τη Fed, καθώς αναμένουμε ότι ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός θα είναι πιο σταθερός και βλέπουμε το ανώτατο όριο του χρέους των ΗΠΑ ως καθοδικό κίνδυνο για την οικονομία των ΗΠΑ», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Σαραβέλος.
Οπως τονίζει ο κ. Βαμβακίδης, η απότομη αύξηση του πληθωρισμού, η επιθετική στροφή της
Fed, ιδιαίτερα σε σύγκριση με μια ΕΚΤ που ήταν σε άρνηση σχετικά με τον πληθωρισμό και την Τράπεζα της Ιαπωνίας που αποφάσισε να παραμείνει σε αντισυμβατικές πολιτικές, οι υψηλές τιμές ενέργειας που βοήθησαν στη βελτίωση των όρων εμπορίου των ΗΠΑ, ιδιαίτερα έναντι της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας, η πολύ αδύναμη οικονομία της Κίνας λόγω της μηδενικής πολιτικής COVID, η συνολική μείωση της διάθεσης για ρίσκο και φυσικά ο πόλεμος στην Ουκρανία, όλα συνέβαλαν στο ράλι του δολαρίου το 2022.
Από τότε, πολλές από αυτές τις δυνάμεις έχουν στραφεί ενάντια στο δολάριο, εξηγώντας την πρόσφατη αδυναμία, όπως προσθέτει. Ο πληθωρισμός άρχισε να πέφτει, μαζί με τις τιμές της ενέργειας, η ΕΚΤ είναι πλέον επιθετική και αυξάνει τα επιτόκια πιο γρήγορα από τη Fed, ενώ ακόμη και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έκανε ένα βήμα για να χαλαρώσει τη στόχευση απόδοσης, η Κίνα ανοίγει ξανά, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται αλλά τουλάχιστον δεν έχει κλιμακωθεί και η διάθεση για ρίσκο έχει βελτιωθεί. Τα οικονομικά
δεδομένα ήταν επίσης ανθεκτικά, ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας, υποδεικνύοντας μια ήπια προσγείωση. Η πτώση του πληθωρισμού χωρίς την αύξηση της ανεργίας φαίνεται σαν ένα ιδανικό σενάριο για την παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, ο κ. Βαμβακίδης ανησυχεί ότι η αγορά είναι υπερβολικά αισιόδοξη και υποτιμά μια σειρά από κινδύνους. Ο ονομαστικός πληθωρισμός μειώνεται, αλλά ο δομικός πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα στις περισσότερες χώρες. Η χαμηλή ανεργία αντανακλά τις «τεντωμένες» αγορές εργασίας και οι μισθοί αυξάνονται τώρα με ρυθμούς κοντά με αυτούς του δομικού πληθωρισμού, ενώ οι δείκτες PMI δείχνουν ξεκάθαρα μια ύφεση στο μέλλον. Η αγορά τιμολογεί επιθετικές μειώσεις από τη Fed αργότερα φέτος, οι οποίες θα είναι απίθανες εάν ο πληθωρισμός αποδειχθεί επίμονος. Οι τιμές της ενέργειας άρχισαν πρόσφατα να αυξάνονται ξανά και θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω καθώς η Κίνα ανοίγει και πάλι. Οι δημοσιονομικές πολιτικές είναι
χαλαρές στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες, και σίγουρα στις ΗΠΑ και στην Ευρωζώνη, αντισταθμίζοντας τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Και όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, οι κίνδυνοι κλιμάκωσης παραμένουν.
«Αναμένουμε έναν έλεγχο πραγματικότητας τους επόμενους δύο μήνες, προκαλώντας sell-off στα περιουσιακά στοιχεία κινδύνου που θα στηρίξουν ξανά το δολάριο. Ο επίμονος πληθωρισμός σε μια ύφεση θα κρατήσει σφιχτές τις νομισματικές πολιτικές. Οι αγορές που εξαρτώνται από την υποστήριξη των κεντρικών τραπεζών θα πρέπει να προσαρμοστούν. Δεν αναμένουμε νέα υψηλά για το δολάριο, ωστόσο το αμερικανικό νόμισμα θα μπορούσε να ενισχυθεί σημαντικά μέχρι το καλοκαίρι, αν όχι νωρίτερα», καταλήγει ο κ. Βαμβακίδης.
«Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μεγάλο ταξίδι μετ’ επιστροφής για το ευρώ μεταξύ των αρχών του 2022 και των αρχών του 2023, πρέπει να προσδιορίσουμε τους υποκείμενους μακροοικονομικούς παράγοντες», σημειώνει
ο κ. Φιωτάκης. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Barclays, το 80% της πτώσης του ευρώ από άνω του 1,12 σε κάτω του 0,98 το 2022 μπορεί να συνδεθεί με δύο παράγοντες: την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και τη σοβαρή επιβράδυνση στην Κίνα. Το πρώτο επηρεάζει το κόστος παραγωγής και το δεύτερο τη ζήτηση εξαγωγών για τις ευρωπαϊκές εταιρείες. «Με εντυπωσιακό τρόπο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών ή και εβδομάδων, και οι δύο αυτοί παράγοντες αντιστρέφονται. Η Κίνα ανοίγει ξανά και τονώνει την οικονομία της. Οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά περισσότερο από 80% από τα υψηλά του καλοκαιριού», εξηγεί ο κ. Φιωτάκης.
«Ο δρόμος μπροστά ωστόσο είναι πιθανό να είναι λιγότερο ξεκάθαρος. Οι τιμές της ενέργειας πιθανότατα θα αυξηθούν ξανά – κάτι που αποτελεί μειονέκτημα για το ευρώ, ωστόσο η Κίνα θα συνεχίσει να ενισχύει το ευρώ. Συνολικά, βλέπουμε το ευρώ να αυξάνεται περαιτέρω προς το 1,12 μεσοπρόθεσμα», σημειώνει ο αναλυτής της Barclays στην «Κ».
Η Deutsche Bank δηλώνει αισιόδοξη για το κοινό νόμισμα, η BofA ποντάρει στο δολάριο, ενώ η Barclays εκτιμά πως οι προοπτικές του ευρώ δεν είναι ξεκάθαρες.