Παράθυρο για επαφές χωρίς ψευδαισθήσεις
Η παραπομπή των τουρκικών προεδρικών εκλογών σε δεύτερο γύρο ανάμεσα στον νυν πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στον υποψήφιο του συνασπισμού των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν προκάλεσε καμία εντύπωση στην Αθήνα. Παρά τον γενικότερο επικοινωνιακό θόρυβο, ήταν σαφές ότι η αρχική ορμητική άνοδος της αντιπολίτευσης είχε αγγίξει τις τελευταίες ημέρες μια πολύ συγκεκριμένη οροφή, περί το 45%-46%. Δεδομένης της εκκρεμότητας που υπάρχει και στην Ελλάδα, η οποία θα βρεθεί στις κάλπες την Κυριακή, και εκτός απροόπτου για δεύτερη φορά την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών περνάει μέσα και από αυτό το φίλτρο. Βέβαια, ουδείς πιστεύει ότι οι πιθανότητες ανατροπής της τρέχουσας ισορροπίας υπέρ του Ερντογάν είναι πραγματικά υπαρκτές, δεδομένης μάλιστα της ατμόσφαιρας που επικρατεί στο εσωτερικό του αντιπολιτευτικού συνασπισμού μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα της Κυριακής.
Ιδια πολιτική
Στην Αθήνα, όπως το προηγούμενο χρονικό διάστημα σημειώθηκε και δημοσίως από κάθε επίσημο δίαυλο, δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις σχετικά με τις προοπτικές αλλαγής στρατηγικής της Τουρκίας ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Η διαφαινόμενη επικράτηση του Ερντογάν, ο οποίος αποτελεί τον πολιτικό ηγέτη που εφαρμόζει στην πράξη το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και επιθυμεί τη μετατροπή της χώρας του σε πυλώνα ισχύος με αυξημένη αυτονομία από τη Δύση, δεν αλλάζει τα βασικά σενάρια για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το επόμενο χρονικό διάστημα. Αν και –όπως έχει προ δύο εβδομάδων σημειώσει η «Κ»– σε σημαντικούς πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους στην Αθήνα υπάρχει η εκτίμηση πως μια τελευταία θητεία ίσως οδηγήσει τον Ερντογάν στην ανάγκη να κατασκευάσει μια κληρονομιά, στην οποία θα περιλαμβάνεται η οικονομική ανοικοδόμηση και η επίλυση των διαφορών με τους γείτονες της Τουρκίας.
Παρότι αυτή η θέση περιγράφεται δημοσίως ως βούληση και της Αγκυρας, εκείνο που διαφεύγει είναι ότι η επίλυση αυτή θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι δεν είναι καθόλου βέβαιο πως μπορεί να γίνουν αποδεκτοί από την Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι λεπτομέρειες θα συζητηθούν εν καιρώ. Αυτή, πάντως, η γενική εικόνα είναι και εκείνη που οδηγούσε πολλούς αρμοδίους στην Αθήνα στην προσέγγιση ότι η επανεκλογή του Ερντογάν είναι μάλλον προτιμότερη για την Ελλάδα από την ανάδειξη στην εξουσία ενός ετερόκλητου συνασπισμού. Βέβαια, και στη μια και στην άλλη περίπτωση τα κύρια κόμματα έχουν μπολιαστεί από την εθνικιστική ιδεολογία, ρεύμα κυρίαρχο σε όλα τα φάσματα της τουρκικής πολιτικής.
Αξιοποίηση νηνεµίας
Οπως είναι ήδη γνωστό, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εκφράσει την πρόθεσή του να συναντηθεί όποτε απαιτηθεί με τον πρόεδρο της Τουρκίας, ενώ έχει περιγράψει και τις ρεαλιστικές προσδοκίες του. Και είναι βεβαίως σαφές πως ακόμη και σε περίπτωση ανατροπών στις ελληνικές εκλογές, ο δίαυλος αυτός σε ανώτατο επίπεδο θα ανοίξει.
Στην Αθήνα υπάρχει πολιτική βούληση να αξιοποιηθεί το παράθυρο νηνεμίας που άνοιξε μετά τις 6 Φεβρουαρίου και τους καταστροφικούς σεισμούς στη νότια και νοτιοανατολική Τουρκία. Στην Ουάσιγκτον, παρά την προφανή ψυχρολουσία όπως αυτή καταγράφηκε μετά τη γνωστοποίηση ότι τελικά ο Ερντογάν θα είναι πρόεδρος της Τουρκίας για ακόμη πέντε χρόνια, υπάρχει επίσης βούληση αλλά και σχεδιασμός να μη μείνει αναξιοποίητο το παράθυρο ευκαιρίας για διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα, ακόμη και αν απαιτηθεί να γίνουν βήματα μέσα στο καλοκαίρι. Αμέσως, δηλαδή, μετά την ολοκλήρωση των εκλογών του Ιουλίου στην Ελλάδα, εφόσον βέβαια απαιτηθεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Η διαφαινόμενη επικράτηση του Ερντογάν δεν αλλάζει τα βασικά σενάρια για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.