Ο Καραμανλής, η Μερκούρη, το αντλιοστάσιο και το Βασιλικό Θέατρο
«Τι πόλη είναι αυτή που ρίχνει τα σκατά της πάνω σε ένα θέατρο;» είχε αναφωνήσει οργισμένη η Μελίνα Μερκούρη, όταν σε μια αυτοψία το 1987 διαπίστωσε τη συγκατοίκηση του Βασιλικού Θεάτρου με το αντλιοστάσιο της Θεσσαλονίκης. Ενα χρόνο πριν, μια γενναία ανακαίνιση του κτιρίου για να φιλοξενήσει την Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου είχε δώσει το φιλί της ζωής στο γερασμένο θέατρο.
Μια δεύτερη μαρτυρία αφορά την ινκόγκνιτο επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1975 στο ερειπωμένο σχεδόν Βασιλικό Θέατρο. Παρά την παρότρυνση του τεχνικού να μην μπει στο κτίριο γιατί είχε ποντίκια και ψύλλους, εκείνος, κουνώντας αγέρωχος το χέρι του, προχώρησε στο εσωτερικό. Σε ελάχιστα λεπτά πετάχτηκε έξω, τινάζοντας το σακάκι του. Ως πρωθυπουργός, όπως αποκαλύφθηκε, ήθελε να έχει άποψη για τη θέση που ήταν τότε μία από τις προτάσεις των φορέων για την ανέγερση του δημαρχιακού Μεγάρου Θεσσαλονίκης.
Και οι δύο αυτές επισκέψεις, με διαφορά σχεδόν μιας δεκαετίας, ήταν καθοριστικές για την τύχη του θεάτρου. Η αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για δημαρχείο στη θέση του Βασιλικού Θεάτρου και η απόφαση της Μελίνας Μερκούρη για την αποκατάσταση και επαναλειτουργία του κατοχύρωναν οριστικά την παρουσία στην περιοχή όπου είχε ανεγερθεί το 1938 ως θεατρική σκηνή του Αρματος Θέσπιδος, του θερινού δηλαδή θεάτρου στη Θεσσαλονίκη και τότε Βασιλικού Θεάτρου της Αθήνας.
Το «τεχνολογικό επίτευγμα» –δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου– του νεαρού τότε αρχιτέκτονα-πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη, το «γκαράζ» του Γ. Βαφόπουλου, το χειμερινό «Δραματικό Θέατρο» της Κατοχής, το «αχούρι» της Αλίκης Γεωργούλη, η «αποθήκη», ο «σκουπιδότοπος», στόχαστρο κριτικής και αμφισβητήσεων, αλλά και το κύτταρο για τη δημιουργία του ΚΘΒΕ, άντεξε 58 ολόκληρα χρόνια έως τη μεγάλη ανατροπή της κατεδάφισής του όταν εντάχθηκε στα έργα πολιτιστικής υποδομής του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997 (ΟΠΠΕΘ '97).
Οι σταθμοί
Τις πολλές περιπέτειες της διαδρομής του αφηγείται ο συγγραφέας Δημήτρης Σαλπιστής στον τόμο «Το χρονικό του Βασιλικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης» (εκδόσεις Μπαρμπουνάκη.) Ο συγγραφέας, που διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του ΚΘΒΕ και μέλος του ΟΠΠΕΘ, ανατρέχει τους σταθμούς της προϊστορίας του από την έναρξη της λειτουργίας του (2 Ιουλίου 1940) έως τα εγκαίνια του νέου θεάτρου στο γύρισμα της εκατονταετίας. Το ταλαιπωρημένο σώμα του κουβαλούσε την επίταξή του από τους Γερμανούς, τη μετατροπή του σε χειμερινό θέατρο, τη θεατρική ζωή της Κατοχής και της μεταπολεμικής περιόδου. Τις συνεχείς πιέσεις των δημοτικών αρχών, που άλλοτε ζητούσαν την κατεδάφισή του και άλλοτε διεκδικούσαν τη χρήση του. Την ανακαίνισή του (1961) για τις πρώτες παραστάσεις του νεοϊδρυθέντος Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, την πλήρη εγκατάλειψή του τις δεκαετίες '60 και '70 και τις διαμαρτυρίες (19721984) να φύγει από το κέντρο το «δημόσιο ουρητήριο». Τις σωστικές εργασίες για την Μπιενάλε (1986) – σωτήριες για τη συνέχιση της λειτουργίας του ως δεύτερης κρατικής σκηνής του ΚΘΒΕ. Την τελική του φάση με καταγγελίες και παρέμβαση των εισαγγελικών αρχών, που πρόσθεσαν ένα ακόμη σκάνδαλο στην τότε ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα για το ακριβοπληρωμένο έργο του τεχνικού προγράμματος.
Τον επίλογο έγραψε η οριστική απόφαση του ΟΠΠΕΘ '97 (Ιούλιος 1995) για την ανέγερση νέου κτιρίου εν μέσω πηχυαίων τίτλων «Κατεδαφίζουν την Ιστορία» και με ερωτήματα για «Οσμή σκανδάλου» για το πώς «ένα έργο προϋπολογισμού 1,2 δισ. δραχμών ανήλθε στα 5,6 δισ.». Προφανώς, επισημαίνει ο κ. Σαλπιστής, «κανείς δεν συνυπολόγισε ότι επρόκειτο για ένα νέο έργο με εις βάθος κατασκευή στεγανολεκάνης και “ενσωματωμένο” το αντλιοστάσιο της ΕΥΑΘ, το κόστος του οποίου, τότε, είχε υπολογιστεί στα 2 δισ. δραχμές».
«Ομολογώ ότι υπό την πίεση των δημοσιευμάτων, ταλαντεύτηκα», υπογραμμίζει. «Υπέρ της κατεδάφισης κατέληξα έπειτα από τις δημόσιες παρεμβάσεις του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φατούρου και τότε καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Βασίλη Παπαβασιλείου, που μίλησαν για την ευκαιρία της Θεσσαλονίκης να εξελιχθεί σε σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη». Τι έχει απομείνει από το παλαιό Βασιλικό; Το αντλιοστάσιο εγκιβωτισμένο στο θέατρο και οι επιτύμβιες πλάκες από το κατεστραμμένα εβραϊκά νεκροταφεία στο ΑΠΘ που ενσωματώθηκαν στον εξωτερικό διάδρομο της πλαϊνής εισόδου.
Το νέο θέατρο γεννήθηκε σε μια εποχή όταν στη συνείδηση της κοινής γνώμης κυριαρχούσαν οι λέξεις «σπατάλη», σκάνδαλα, το «μεγάλο φαγοπότι». Ανεξαρτήτως του αν απέχει από το όραμα του Κ. Δοξιάδη, ήταν μάλλον η μοναδική ευκαιρία για το ΚΘΒΕ να αποκτήσει ιδιόκτητη στέγη στην αυγή του 21ου αιώνα, μετά 35 χρόνια φιλοξενίας και ενοικίων. Σήμερα, ελάχιστοι θυμούνται τη δυσάρεστη οσμή που ανέδιδε το αντλιοστάσιο.
Η παρουσίαση του βιβλίου «Το χρονικό του Βασιλικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης» θα γίνει στις 17 Μαΐου στο φουαγιέ του θεάτρου.