Περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας
Πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% του ΑΕΠ το 2023, έναντι πρόβλεψης της κυβέρνησης για 1,1% του ΑΕΠ προβλέπει η Εθνική Τράπεζα, ενώ συνολικά για την περίοδο 2023-2026 «βλέπει» το πρωτογενές αποτέλεσμα 1% υψηλότερα ετησίως κατά μέσον όρο σε σύγκριση με την εκτίμηση του Προγράμματος Σταθερότητας 2023-2026, δηλαδή στο 3% του ΑΕΠ, έναντι κυβερνητικής πρόβλεψης για 2%.
Οι προβλέψεις των αναλυτών της Εθνικής για το 2023 (επικεφαλής οικονομολόγος Νίκος Μαγγίνας) ήταν σχεδόν ταυτόσημες με τις αντίστοιχες χθεσινές εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν για πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ (βλ. παραπάνω ρεπορτάζ). Οδηγούν δε και αυτές στο συμπέρασμα ότι οι ευνοϊκότερες δημοσιονομικές συνθήκες παρέχουν «κάποια περιθώρια ευελιξίας στη δημοσιονομική στρατηγική».
Επισημαίνεται, επίσης, ότι η Ελλάδα πέτυχε την ταχύτερη μείωση στον λόγο δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, που ανήλθε στις 23,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, έναντι 4% του ΑΕΠ για την Ευρωζώνη, με το ποσοστό του να συρρικνώνεται στο 171,3% του ΑΕΠ το 2022, στο χαμηλότερο σημείο από το 2012.
Οι αναλυτές σημειώνουν ότι το 2026 το χρέος θα μειωθεί στο 135,2% του ΑΕΠ, οπότε θα βρίσκεται κάτω από τον αντίστοιχο λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Ιταλίας. «Οι ανωτέρω εξελίξεις συνηγορούν ως προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία».
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής, την ώθηση στην ισχυρότερη από τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας δημοσιονομική τροχιά δίνουν η ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη, η αυξημένη φορολογική αποτελεσματικότητα και οι φθίνουσες ανάγκες στήριξης, λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης των τιμών ενέργειας.
Η μεγέθυνση της φορολογικής βάσης, εξαιτίας της σημαντικότατης αύξησης του ΑΕΠ, τόσο σε αποπληθωρισμέ νους όσο και σε ονομαστικούς όρους, έδωσε σημαντική ώθηση στα κρατικά έσοδα, σημειώνεται. Η ετήσια μεταβολή των φορολογικών εσόδων (+22% ή +11 δισ. ετησίως) ήταν 50% υψηλότερη από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, παρά την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων περίπου 4 δισ. ευρώ σωρευτικά το 2021 και το 2022. «Ως εκ τούτου», αναφέρει η ανάλυση, «φαίνεται ότι η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη μεγεθύνει και την απόδοση από τις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο δημοσιονομικό πεδίο την προηγούμενη δεκαετία, καθώς και το όφελος από τις θεμελιώδεις μεταβολές στη φύση και τη διάρθρωση των συναλλαγών στην ελληνική οικονομία».
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι η εκθετική αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που υπ ε ρ πενταπλασιάστηκαν την προηγούμενη 7ετία, από 5% σε 27% του ΑΕΠ, έπαιξε κομβικό ρόλο. Επίσης άλλαξε η σύνθεση της τελικής κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα, με σημαντική αύξηση των δαπανών σε μη βασικά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά και κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, κάτι που οδήγησε σε αύξηση των εσόδων, λόγω μεγαλύτερης φορολογικής επιβάρυνσης και χαμηλότερης φοροδιαφυγής στις εν λόγω κατηγορίες.
Επισημαίνεται επίσης ότι ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου αυξήθηκε σε υψηλό πενταετίας στα 7,3 δισ. το 2022, ενώ το 2023 αναμένεται να ανέλθει περίπου σε 11 δισ. ευρώ και κατά μέσον όρο το 20242026 σε 14 δισ. ευρώ.
ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΛΩΡΆ
Η Εθνική Τράπεζα «βλέπει» το πρωτογενές αποτέλεσμα 1% υψηλότερα ετησίως κατά μέσον όρο το διάστημα 2023-2026, δηλαδή στο 3% του ΑΕΠ.