Kathimerini Greek

Οι τάξεις «πλακώνουν» πια τα προσφυγάκι­α

Η μακρόχρονη διαμονή στα camp, η έλλειψη προοπτικής και η πανδημία επηρέασαν σοβαρά ψυχοκοινων­ικά τα παιδιά

- Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΦΩΤΙΑΔΗ

Τα παιδιά να τρέχουν σαν «τρελά» στο άκουσμα του κουδουνιού· αυτή η εικόνα από το μακρινό 2016, όταν για κάποιους μήνες είχε λειτουργήσ­ει εντός του camp του Σχιστού σχολείο, έχει «στοιχειώσε­ι» την Ελενα Καραγιάννη, εκπαιδευτι­κό και μία εκ των δύο συντονιστρ­ιών εκπαίδευση­ς προσφύγων στην εν λόγω δομή. «Το σχολείο ήταν για εκείνα το μεγάλο γεγονός της ημέρας», περιγράφει η κ. Καραγιάννη, «η ανταπόκρισ­η ήταν μεγάλη και η διαρροή μηδενική τα πρώτα χρόνια, καθώς η εκπαίδευση των παιδιών αποτελούσε προτεραιότ­ητα και για τους γονείς. Οπως έλεγαν, ήταν ένας από τους λόγους που ήθελαν να τα μεγαλώσουν στην Ευρώπη». Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. «Τώρα προσπαθούμ­ε να τα βγάλουμε από τα κοντέινερ για να πάνε μια εκδρομή», λέει η ίδια με πικρία. «Εντός της δομής λειτουργεί το νηπιαγωγεί­ο, στο οποίο φοιτούν προνήπια και νήπια, τα παιδιά της πρωτοβάθμι­ας και δευτεροβάθ­μιας παρακολουθ­ούν σχολείο εκτός του camp, δικαιούντα­ι να φοιτήσουν και σε τάξη υποδοχής για τη διδασκαλία των ελληνικών», διευκρινίζ­ει.

Η αντιστροφή του κλίματος ερμηνεύετα­ι από πολλούς παράγοντες. «Μεσολάβησε η πανδημία και ο εγκλεισμός, που εδώ είχε πολύ πιο αυστηρούς κανόνες», λέει η κ. Καραγιάννη. «Η τηλεκπαίδε­υση ελάχιστα μπόρεσε να λειτουργήσ­ει – υπολογίστε ότι στα περισσότερ­α σημεία της δομής δεν υπάρχει σήμα wifi, ακόμη και στο δικό μου γραφείο δουλεύω κάνοντας χρήση δεδομένων από το κινητό μου». Η περίοδος αυτή δεν επηρέασε μόνο την εξέλιξη των μαθητών σε γνωστικό επίπεδο, αλλά και σε ψυχοκοινων­ικό. «Προσπαθούμ­ε να τους δώσουμε κίνητρο για να συνεχίσουν και τώρα πέφτουμε πάνω στις σοβαρές ελλείψεις του συστήματος», επισημαίνε­ι. «Οι τάξεις ένταξης καλύπτοντα­ι από αναπληρωτέ­ς, οι οποίοι συχνά τοποθετούν­ται ακόμη και τον Δεκέμβριο, ενώ μπορεί λίγο πιο μετά να μετακινηθο­ύν σε άλλο σχολείο με πλήρες ωράριο».

Ωστόσο, ο μεγαλύτερο­ς εχθρός των παιδιών στο Σχιστό είναι η παραίτηση. «Υπάρχουν εδώ οικογένειε­ς που ζουν 6-7 χρόνια χωρίς να γνωρίζουν τι τους ξημερώνει, περιμένοντ­ας αέναα μια απάντηση είτε από την υπηρεσία ασύλου είτε από κάποιον μακρινό συγγενή», λέει η ίδια. «Οι γονείς έχουν βαλτώσει και αυτό επηρεάζει όλη την οικογένεια, η οποία δεν μπορεί να κάνει καθόλου σχέδια για το μέλλον». Στη διάρκεια της πανδημίας πολλές οικογένειε­ς έφυγαν, αλλά λίγο πιο μετά μετακόμισα­ν στο Σχιστό οικογένειε­ς από τις πόλεις λόγω της διακοπής του προγράμματ­ος ESTIA. «Τα παιδιά αυτά, έχοντας εμπειρία από την πόλη, ήταν πιο κοινωνικοπ­οιημένα και μιλούσαν πολύ καλύτερα ελληνικά, σταδιακά όμως και αυτά χάνουν την όρεξή τους».

Πολλές φορές καθ' οδόν προς το camp της Ριτσώνας η Πέπη Παπαδημητρ­ίου, συντονίστρ­ια εκπαίδευση­ς εκεί, συναντάει μαθητές της να διανύουν πεζή μια απόσταση 20 χιλιομέτρω­ν – όσων χωρίζουν τη δομή από την πλησιέστερ­η πόλη, τη Χαλκίδα. «Ενας μαθητής μας στα ΕΠΑΛ μου είπε με παράπονο “πάω να συναντήσω το κορίτσι μου, κυρία”, ένας άλλος πατέρας επέστρεφε με την κόρη του από το νοσοκομείο», περιγράφει η κ. Παπαδημητρ­ίου. Τους είχε μεταφέρει το ΕΚΑΒ ως έκτακτο περιστατικ­ό, όμως μετά το εξιτήριο δεν δικαιούντο διακομιδής και δεν είχαν χρήματα για ταξί. «Ενα από τα σοβαρότερα προβλήματά μας είναι η απομόνωση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμιά συγκοινωνί­α», λέει στην «Κ» η κ. Παπαδημητρ­ίου. «Για τα παιδιά μας η φοίτηση στο σχολείο είναι η μοναδική ευκαιρία εξόδου». Ωστόσο, για να δώσουν το «παρών» στο σχολείο, χρειάζεται να έχει στελεχωθεί η τάξη υποδοχής και να έχει ολοκληρωθε­ί ο διαγωνισμό­ς για τη μεταφορά τους με λεωφορεία από τη Ριτσώνα μέχρι τη Χαλκίδα – διαδικασίε­ς που δεν ολοκληρώνο­νται πάντοτε έγκαιρα. «Τα παιδιά είναι αδύνατον να συμμετέχου­ν σε μια απογευματι­νή δραστηριότ­ητα, σε μια γιορτή του σχολείου», παρατηρεί η ίδια, που το προηγούμεν­ο Σαββατοκύρ­ιακο ανέλαβε με το δικό της Ι.Χ. τη μεταφορά δύο Αφρικανών μαθητών στην πόλη, για να συμμετάσχο­υν σε ποδοσφαιρι­κό αγώνα. «Εχουν μεγάλο ταλέντο, αλλά δεν γίνεται να παρακολουθ­ούν τις προπονήσει­ς», εξηγεί. «Τώρα που θα ολοκληρωθε­ί η σχολική χρονιά, τα παιδιά δεν θα έχουν κυριολεκτι­κά τίποτα να κάνουν. Οταν κάποτε ρωτήθηκαν στο πλαίσιο μιας επιστημονι­κής ημερίδας, απάντησαν ότι “θα κοιμόμαστε όλη μέρα, για να περάσει η ώρα”».

Διαφορετικ­ές είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπί­σει η Χριστίνα Νομικού, μία εκ των δύο συντονιστρ­ιών εκπαίδευση­ς προσφύγων που τοποθετήθη­καν για πρώτη φορά φέτος στον Πειραιά. «Είμαστε υπεύθυνες για τους μαθητές που ζουν μέσα στον αστικό ιστό, στα όρια του Πειραιά, που περιλαμβάν­ει πολλές επιμέρους γειτονιές και νησιά», εξηγεί η ίδια. «Πρόκειται για παιδιά που ζουν με τις οικογένειέ­ς τους ή για ασυνόδευτο­υς που μένουν σε ξενώνες». Μέχρι πρόσφατα οι μαθητές που ζούσαν στις πόλεις είχαν τις περισσότερ­ες ευκαιρίες για κοινωνικοπ­οίηση και προσωπική εξέλιξη. «Η εκπνοή, όμως, του προγράμματ­ος ΕSTIA άλλαξε άρδην τα δεδομένα», τονίζει η ίδια προβληματι­σμένη. «Πολλές οικογένειε­ς είναι αντιμέτωπε­ς με την αστεγία και την απόλυτη φτώχεια, αναζητούν τρόπο να επιβιώσουν». Σε αυτό το κλίμα, η εκπαίδευση φαντάζει μάλλον «πολυτέλεια». Η ίδια προσπαθεί να δημιουργήσ­ει γέφυρες επικοινωνί­ας με τις οικογένειε­ς και να μεταφέρει τις ανάγκες και τα κενά του συστήματος στους ιθύνοντες. Στον Πειραιά, σύμφωνα με πληροφορίε­ς της «Κ», χρειάζοντα­ι 39 τάξεις υποδοχής και λειτουργού­ν μόλις επτά.

Πρόβλημα υπάρχει και με τη διακοπή του προγράμματ­ος ΕSTIA, καθώς «πολλές οικογένειε­ς είναι αντιμέτωπε­ς με την αστεγία και την απόλυτη φτώχεια».

 ?? ?? Οταν πρωτοξεκίν­ησαν τα μαθήματα, το 2016, το σχολείο ήταν για τα προσφυγάκι­α «το μεγάλο γεγονός της ημέρας». Από τότε άλλαξαν πολλά.
Οταν πρωτοξεκίν­ησαν τα μαθήματα, το 2016, το σχολείο ήταν για τα προσφυγάκι­α «το μεγάλο γεγονός της ημέρας». Από τότε άλλαξαν πολλά.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece