Παραμένουν οι βασικές σταθερές
Η επανεκλογή Ερντογάν συνεπάγεται μια ισχυρή ηγεσία με γνώση και εμπειρία επί των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ο ένοικος του Λευκού Παλατιού προσχώρησε την τελευταία δεκαετία σε ακραίες αντιλήψεις του στρατιωτικού κεμαλικού κατεστημένου. Ναι μεν δεν προκάλεσε σοβαρή κρίση με την Ελλάδα ακόμη και στα πρώτα, πολύ δύσκολα για εμάς, μνημονιακά χρόνια, πλην του 2020 και μάλιστα δις, με τον Eβρο και τις σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις», ωστόσο υιοθέτησε το αναθεωρητικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», υπέγραψε το τουρκολιβυκό σύμφωνο, παραβίασε πλειστάκις την κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα και αγνόησε ψηφίσματα και αποφάσεις του ΟΗΕ αναφορικά με τα Βαρώσια. Επέδειξε –ιδίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016– περιφρόνηση απέναντι στη Δύση και στράφηκε προς την Ανατολή, στην αρχή ευκαιριακά, αλλά αργότερα στρατηγικά. Ακολούθησε επιθετική και ενίοτε αλαζονική πολιτική στην ευρύτερη γειτονιά της Τουρκίας και έτσι διέρρηξε τις σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά και τις περισσότερες αραβικές μοναρχίες του Κόλπου. Εν συνεχεία, όμως, προσπάθησε να επαναφέρει την κατάσταση σε ένα λειτουργικό επίπεδο.
Ο Ερντογάν, από τη μια, δεν έχει να αποδείξει στους συμπατριώτες του τον πατριωτισμό του, και δεδομένα μπορεί να επιβάλει στο εσωτερικό θεαματικές προσωπικές κυβιστήσεις, από την άλλη, ολοένα και συχνότερα καταφεύγει στα πιο εθνικιστικά και αντιδραστικά στοιχεία, τα οποία έχουν βγει πολύ ενισχυμένα μετά τις τελευταίες εκλογές. Σήμερα, το επικρατέστερο σενάριο σε σχέση με την Ελλάδα, με παραλλαγές, έχει ως εξής: Η Αγκυρα διατηρεί τους χαμηλούς τόνους που προέκυψαν μετά τον καταστροφικό σεισμό με μηδενικές παραβιάσεις και υπερπτήσεις και κάνοντας ένα δειλό ή, σε ένα πιο ακραίο σενάριο –ελέω οικονομίας–, γενναίο άνοιγμα προς τη Δύση συμπεριλαμβάνει σε αυτό και την Ελλάδα. Είναι βέβαιο ότι η τουρκική ηγεσία θέλει να κερδίσει χρόνο για να ασχοληθεί απερίσπαστα με την ανοικοδόμηση της οικονομίας και να εξασφαλίσει κεφάλαια που τόσο έχει ανάγκη.
Λογικά δεν θα θέλει περιπέτειες, ακόμη και αν επανέλθει σε ρητορικές εξάρσεις προς τέρψη του εγχώριου ακροατηρίου. Πολλώ δε μάλλον ενόψει των δημοτικών εκλογών του 2024, στις οποίες ο Ερντογάν θέλει να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία του και να πάρει πίσω τουλάχιστον έναν από τους δύο δήμους Κωνσταντινούπολης και Αγκυρας. Επομένως το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Αγκυρα αναμένεται να επιδείξει ένα πιο ήπιο και διαλλακτικό πρόσωπο, που εξυπηρετεί άλλωστε και τον στόχο κλεισίματος των μετώπων στη γειτονιά της. Από αυτή τη διαδικασία φέρεται να εξαιρείται η Κύπρος, γιατί οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να «τιμωρηθούν» προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων. Η Αγκυρα λοιπόν θα εμφανιστεί να δίνει μια ευκαιρία στον διάλογο με την Αθήνα, όμως πολύ δύσκολα θα καμφθεί ώστε να τροποποιήσει τους ανεδαφικούς όρους της. Μπορεί βέβαια και η ελληνική πλευρά να κερδίσει χρόνο σαλαμοποιώντας τη διαδικασία ώστε να μην εγερθούν εξαρχής όλα τα προβληματικά ζητήματα που θέτει η Τουρκία. Αλλωστε, το εγχειρίδιο της Αγκυρας στην Κύπρο μπορεί κάλλιστα να επαναχρησιμοποιηθεί, χρεώνοντας το αδιέξοδο στις ελληνικές δήθεν ανελαστικές θέσεις, ώστε να απελευθερωθεί και να προχωρήσει στο plan B, επιχειρώντας να δημιουργήσει τετελεσμένα επί του διπλωματικού πεδίου. Αρα, παρά τις κατά περίσταση αναγκαστικές προσαρμογές, οι βασικές σταθερές θα παραμείνουν· συνεπώς, οφείλουμε να είμαστε υποψιασμένοι σε τυχόν κινήσεις εντυπωσιασμού, προκειμένου – αν χρειαστεί– να καταδείξουμε ότι στερούνται περιεχομένου.
Η Αγκυρα αναμένεται να επιδείξει πιο ήπιο και διαλλακτικό πρόσωπο, που εξυπηρετεί και τον στόχο κλεισίματος των μετώπων στη γειτονιά της.