Με τσαμπουκά για το μέλλον, με σεβασμό για το παρελθόν
Η Ιονία και η Εγνατία έσπασαν την παλαιά απομόνωση. Οι νέοι επιστρέφουν στον τόπο τους. Ο τουρισμός ανθεί. Οι Γιαννιώτες δεν θέλουν να επαναλάβουν τα λάθη των άλλων. Θέλουν να κρατήσουν το ηπειρώτικο μέτρο.
Πριν από τη διάνοιξη της Εγνατίας Οδού το 2009, η Ηπειρος ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα. Το αεροδρόμιο των Ιωαννίνων πάντα αιχμάλωτο της ομίχλης, έχει τακτικότατες ακυρώσεις πτήσεων. Oι περισσότεροι κάτοικοι διηγούνται ιστορίες απόγνωσης και εγκλωβισμού από τα χιόνια της Κατάρας ή από το δύσκολο και χρονοβόρο ταξίδι προς την Αθήνα. Ομως και το τελευταίο από το 2017 έγινε παιχνιδάκι με την Ιόνια Οδό. Αυτή τη σχοινοτενή ευθεία πήραμε με τον φωτογράφο της «Κ» Νίκο Κοκκαλιά για να βρεθούμε στα Γιάννενα σε τέσσερις μόνο ώρες. Οι Ηπειρώτες που έστεκαν ολομόναχοι στα σύνορά μας, είδαν ξαφνικά την περιοχή τους να γίνεται κόμβος Βορρά - Νότου και Ανατολής - Δύσης, με αναβαθμισμένη την Ηγου- μενίτσα ως θαλάσσια πύλη προς την Ευρώπη. Ενώ η Ελλάδα βυθι- ζόταν στην οικονομική κρίση το 2010, σε αυτήν την εσχατιά άρχιζε μια νέα εποχή αισιοδοξίας έπειτα από αιώνες ολιγάρκειας, τυπικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που ζούσαν απομονωμένοι. Πώς θα αλλάξει η επερχόμενη εξωστρέφεια τη γερά ριζωμένη ηπειρώτικη ταυτότητα; Να το ερώτημα που έψαχνε απάντηση με φόντο τη λίμνη.
«Ζώντας εδώ από το 1999 βλέπω την πόλη να μεταμορφώνεται προς το καλύτερο. Ο τουρισμός τονώνει τα Γιάννενα, το Ζαγόρι και τα Τζουμέρκα», μας λέει η Αθηναία Νόρα Τσόγκα που έφτιαξε με τον Γιαννιώτη σύζυγό της το καλαίσθητο boutique ξενοδοχείο Lake Spirit, το 2017. «Η οικονομική κρίση έφερε πολλά νέα παιδιά πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Με τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών ήρθαν και άλλοι από το εξωτερικό να μπολιάσουν με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνία που τώρα ανοίγεται στον κόσμο και είχε τις αγκυλώσεις της. Αυτοί οι κοσμοπολίτες τριαντάρηδες θα είναι η αιχμή του δόρατος της προόδου. Αισιοδοξώ πολύ. Μια έγνοια έχω μόνον. Να μη συμβεί στα Γιάννενα το κακό προηγούμενο της “ανάπτυξης” που είδαμε όταν ήρθε ο μαζικός τουρισμός στις Κυκλάδες και αλλού. Ηδη έχουν πολλαπλασιαστεί τα Airbnb. Τα ενοίκια αυξάνονται. Ομως γνωρίζοντας τους Γιαννιώτες, ξέρω ότι έχουν ένα εσωτερικό μέτρο και μια τρομερή αγάπη για τον τόπο τους που θα τους προστατεύσει από τη φιλαργυρία η οποία κατέστρεψε άλλα μέρη».
Σεφ στη χόβολη
Ενας από τους νέους που επέστρεψαν είναι ο 35άρης Θανάσης Τάσσος. Γεννημένος στην Κόνιτσα με γονείς που δραστηριοποιούνται
επιχειρηματικά με ξενοδοχείο και εστιατόριο στο περιβαλλοντικό πάρκο «Μπουραζάνι». Σπούδασε στην Αθήνα, εργάστηκε στη Γερμανία και επιστρέφοντας άνοιξε το πρώτο εστιατόριο δημιουργικής κουζίνας στα Γιάννενα, το Θamon. Εμείς τον συναντήσαμε στο νέο του εγχείρημα, το Erectus όπου μαγειρεύει με γάστρες θαμμένες στη χόβολη. Οι δε λαχανοντολμάδες και το χοιρινό πρασοσέλινο που φάγαμε ήταν απίθανης νοστιμιάς. «Με τον Θεσσαλονικιό σεφ Γιάννη Χρηστίδη και όλη την ομάδα που είναι στο Θamon πειραματιστήκαμε με τοπικά υλικά, μέχρι που φτιάξαμε και γίγαντες γλυκό του κουταλιού. Επειτα από ενάμιση χρόνο, ήρθε και το νέο εστιατόριο στραμμένο στην παράδοση. Ο κόσμος μας αγκάλιασε. Ως τώρα τα μαγαζιά ήταν κυρίως ψησταριές που πουλούσαν κοντοσούβλι. Με τον τουρισμό άνοιξε η αγορά της εστίασης», λέει ο σεφ. «Θέλουμε τις ρίζες μας για να πάμε μπροστά, να κρατήσουμε ό,τι μας κληροδότησαν, αλλά πρέπει και το παλιό να κάνει χώρο στο νέο. Χρειάζεται μια αναλογία τσαμπουκά και σεβασμού από τη γενιά μας. Ζούμε μια απογείωση στα Γιάννενα. Ομως πρέπει να δείξουμε σοφία, να μη μιμηθούμε τι γίνεται αλλού, να δώσουμε το δικό μας στίγμα, να βάλουμε την υπογραφή μας, την ηπειρώτικη. Να μη βιαστούμε, να τα κάνουμε όλα σωστά. Για την επιτυχία του μαγαζιού χαίρομαι πιο πολύ που έβαλα και εγώ ένα λιθαράκι ώστε και άλλοι Γιαννιώτες που εργάζονται στο εξωτερικό να γυρίσουν και αυτοί πίσω».
Εκπρόσωπος αυτής της δυναμικής γενιάς και ο σαραντάρης Θανάσης Ναυρόζογλου που γεννήθηκε στις ΗΠΑ από μητέρα Ελληνοαμερικανίδα Ηπειρώτισσα και πατέρα Γιαννιώτη, οι οποίοι γνωρίστηκαν σπουδάζοντας εκεί Πληροφορική. Οταν ήταν παιδί, τη δεκαετία του 1980, οι γονείς επέστρεψαν με στόχο να ανοίξουν ένα κατάστημα να πουλάει υπολογιστές. «Αν μου βρεις τρεις ανθρώπους που θα αγόραζαν κομπιούτερ στα Γιάννενα, θα μείνουμε, αλλιώς ξαναπάμε Αμερική», είπε η μάνα του στον πατέρα του. «Βρέθηκαν οι τρεις και πολύ περισσότεροι. Γρήγορα έφτιαξαν και προγράμματα για βασικές λογιστικές λειτουργίες, με έναν από τους πρώτους πελάτες της, τη Συνεταιριστική Τράπεζα Ιωαννίνων (σ.σ. σήμερα Ηπείρου)», μας λέει. Η γιαννιώτικη Natech που ίδρυσε ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του, μεγάλωσε και φτιάχνει σήμερα με αξιώσεις λογισμικό για μικρές τράπεζες με παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ αυτή τη στιγμή ετοιμάζει μαζί με την Τράπεζα Πειραιώς την πρώτη αποκλειστικά ψηφιακή τράπεζα στη χώρα μας.
«Ζούμε μια φάση μεγάλης αλλαγής στα Γιάννενα με μια τεχνολογική κοινότητα που κάνει τα πρώτα της βήματα. Αριθμεί 500 άτομα και εταιρείες που ήρθαν από το εξωτερικό. Για να μεγαλώσει σωστά ένα οικοσύστημα χρειάζεται χρηματοδότηση από funds, κάτι στο οποίο υστερούμε ακόμα. Επίσης, θα βοηθούσε πολύ αν με το πανεπιστήμιο υπήρχε καλύτερη διασύνδεση, διότι λειτουργεί ως φυτώριο ταλέντων μεν αλλά είναι δύσκολο στην πράξη να υπάρξει συνεργασία, να προχωρήσουμε αυτό που λέμε βιομηχανικά διδακτορικά. Να παραχθεί δηλαδή νέα τεχνολογία που έχει ανάγκη η αγορά σε συνεργασία με κάποια τμήματα. Οι καθηγητές προτιμούν να εμπλέκονται σε ευρωπαϊκά προγράμματα και όχι σε τέτοια εγχειρήματα. Καμιά φορά ονειρεύομαι ότι τα Γιάννενα θα μπορούσαν να γίνουν κάτι σαν τη Ζυρίχη. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες αλλά και πολλά θέματα που πρέπει να ξεπεράσουμε για τη σωστή ανάπτυξη».
Στην αισιοδοξία συμφωνεί απόλυτα και ένας από τους καθ' ύλην αρμοδίους για την οικονομική πρόοδο της πόλης, ο εντεταλμένος εκτελεστικός σύμβουλος της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου, Βασίλης Τσουκανέλης: «Πριν από 40 χρόνια τα Γιάννενα ήταν διοικητικό κέντρο, με δημοσίους υπαλλήλους και στρατό. Λεφτά έφταναν από εμβάσματα μεταναστών και από τους φοιτητές. Σήμερα είναι leader στη βιομηχανία εμφιαλωμένου νερού, την πτηνοτροφία και τα γαλακτοκομικά. Οι οδικοί άξονες ευνόησαν το επιχειρείν και τις εξαγωγές προϊόντων. Ηρθαν νέες εταιρείες τεχνολογίας, ανοίγουν καινούργια εστιατόρια, έχουμε δωδεκάμηνο τουρισμό. Οταν μελλοντικά ανοίξει η οδική διασύνδεση με την Αλβανία τότε θα διέρχεται από εμάς και ο τουρισμός από την Κεντρική Ευρώπη. Αναμένουμε και τη σύνδεση της εθνικής οδού Αθήνας - Θεσσαλονίκης με την Εγνατία, στο ύψος των Γρεβενών. Οσο για το αεροδρόμιο, θα βοηθήσει και το Ακτιο που είναι σε ανοδική τροχιά, αρκεί να γίνει και η ένωση της Πρέβεζας με την Ιόνια. Διαθέτουμε δύο πολύ καλά μεγάλα νοσοκομεία. Ολα αυτά προσφέρουν μια καταπληκτική ποιότητα ζωής και προοπτικές
που μπορούν να φέρουν ακόμα περισσότερους επισκέπτες. Και σίγουρα νέους κατοίκους».
Νομάδες της λίμνης
Ενα βράδυ, σε ένα από τα μπαρ της πόλης γνωρίσαμε κάποιους από τους επήλυδες, σε εκδήλωση δικτύωσης. Είναι από την κοινότητα των ψηφιακών νομάδων από κάθε γωνιά του κόσμου που εργάζονται εξ αποστάσεως ως αρχιτέκτονες, προγραμματιστές, ντιζάινερ, συγγραφείς, βιολόγοι κ.ά. «Είμαστε καμιά 25αριά, κάποιοι παντρεμένοι με ντόπιους, όπως εγώ», λέει το παλαιότερο μέλος της ομάδας, η Ειρήνη Μαραγκού, μεταφράστρια, μεγαλωμένη στο Μόντρεαλ. «Αυτό που ελκύει τους περισσότερους είναι η ομορφιά της περιοχής, η έλλειψη εγκληματικότητας, το χαμηλό έως τώρα κόστος ζωής. Στη δική μου περίπτωση μέτρησαν και οι γονείς του άνδρα μου που βοηθάνε στην ανατροφή των παιδιών μας. Τώρα ετοιμάζουμε το πρώτο coworking space σε κτίριο που μας παραχώρησε ο δήμος επί Ελισάφ. Αυτό θα δώσει νέα ώθηση να έρθουν και άλλοι». Ρώτησα μια 70χρονη Βελγίδα που καθόταν δίπλα μου γιατί διάλεξε τα Γιάννενα. Με εξέπληξε: «Εβαλα στο Google, ψηλά βουνά, θάλασσα, νοσοκομείο, αεροδρόμιο και βγήκε η Ηπειρος! Μάζεψα τα πράγματα και ήρθα. Είναι υπέροχα».
Την ώρα που ο υπάλληλος του δήμου σε θέματα τουρισμού και
«Εβαλα στο Google ψηλά βουνά, θάλασσα, νοσοκομείο, αεροδρόμιο και βγήκε η Ηπειρος! Μάζεψα τα πράγματα και ήρθα. Είναι υπέροχα».
ταλαντούχος φωτογράφος Αιμίλιος Νέος μας επιβίβαζε στο μικρό ιδιωτικό του βαρκάκι για να πάμε στο νησί της λίμνης, μας εξηγούσε ότι έχουν μείνει πια ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι, ενώ όταν εκείνος μεγάλωνε το μέρος έσφυζε από ζωή. Η μικρή μας βόλτα με άφησε άφωνη από την ομορφιά: άκουγες πάπιες, απολάμβανες τη μακρινή θέα της πόλης υπό τον ήχο των εξωλέμβιων μηχανών. Η περιήγηση στα βυζαντινά μοναστήρια με τις εκπληκτικές αγιογραφίες είναι ανεπανάληπτη. Αξίζει και το μουσείο για τον Αλή Πασά που έγινε χάρις στο πείσμα ενός ιδιώτη, του Φώτη Ραπακούση. Από την άλλη, διέκρινες μια έλλειψη γούστου και οράματος των ντόπιων στα φτηνά αναμνηστικά, στο εντελώς τουριστικό φαγητό που προσέφεραν οι ταβέρνες. Η κυκλοφορία των επισκεπτών σταματάει με το τελευταίο δρομολόγιο των επαγγελματιών βαρκάρηδων, ενώ μόλις τώρα ετοιμάζεται ο πρώτος ξενώνας όπου θα μπορεί να κοιμηθεί κάποιος ξενόφερτος στο νησί. Οσο για εμάς ήμασταν τυχεροί: είδαμε το πορφυρό ηλιοβασίλεμα πλάι στο νερό με γεύμα που ετοίμασε για χάρη μας η 90χρονη κυρά Ευδοξία, μητέρα του Αιμίλιου. Ζυρίχη α λα ελληνικά.
«Εμείς θα πάμε μπροστά και δεν θα χάσουμε τίποτε από την παράδοσή μας», μου είπε αποφασιστικά ο Κώστας Μπελεβέτης που έχει ονομαστό τσιπουράδικο στον Κατσικά. «Ο παππούς μου φόραγε μπουραζάνα και εγώ φοράω φόρμες και αθλητικά, αλλά η ψυχή του Ηπειρώτη μένει ίδια», μου είπε με τόνο βεβαιότητας του Καλαρρυτινού που έχει γερή ρίζα. Μπροστά μας η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών τον μπασκετικό αγώνα Μπάγερν - Μπασκόνια. Στο ίδιο ύψος με την οθόνη, ο κύριος Κώστας (προς επίρρωσιν των λόγων του ότι η Ηπειρος δεν κινδυνεύει από την παγκοσμιοποίηση) είχε κρεμάσει ένα υφαντό της γιαγιάς του, σαν εικόνα που πάγωσε στον χρόνο. Αντίθετη γνώμη είχε ένας συνομήλικός του αργυροχόος, μια παραδοσιακή τέχνη που απειλείται στην Πόλη του Ασημιού. Τα κοσμηματοπωλεία αυξάνονται, οι τεχνίτες σπανίζουν, μας είπε ο Γιώργος Μουσαφίρης. Ηταν τόσο πολλά τα κοσμήματα γύρω του, που ο ίδιος έμοιαζε ζωγραφισμένο εικόνισμα σε εκκλησία περιτριγυρισμένη από τάματα: «Πάει η δουλειά, τελείωσε. Ο κόσμος έμαθε να αγοράζει το εύκολο και το φτηνό. Το δύσκολο και ακριβό δεν του αρέσει. Εγώ αυτό ξέρω, αυτό κάνω. Πού να αλλάξω σε αυτή την ηλικία».
Τελικά κινδυνεύει να χαθεί κάτι στην Ηπειρο; Ο 44χρονος Κώστας Κάκκος είναι αστυνομικός αλλά παίζει επαγγελματικά κλαρίνο. Ξεκίνησε από κλασική μουσική, τα παράτησε και μετά έμαθε μόνος του τους παραδοσιακούς σκοπούς: «Εκλεβα τρόπους παιξίματος στα πανηγύρια που έχουν ακόμα παλιούς μουσικούς, είναι σαν σχολείο. Εμαθα και από κασέτες, πήγαινα στην Ομόνοια να τις αγοράσω. Οι μεγάλοι σαν τον Πετρολούκα Χαλκιά είχαν το παίξιμό τους, άκουγες “φου” και ήξερες ποιος είναι. Κάθε χωριό είχε τα χούγια του και ο μουσικός ήταν συνεχιστής μιας παράδοσης. Ο ακροατής ήταν εξίσου γνώστης και αυστηρός κριτής γιατί περνούσαν από γενιά σε γενιά τα τραγούδια. Στα πανηγύρια, πήγαινε η οικογένεια, έπαιρνε τον αριθμό για να ξέρει τη σειρά της για το πότε θα χορέψει. Και ο κλαρινιτζής γνώριζε όλα τα μέλη της, ποια κομμάτια τους αρέσουν, τι προβλήματα είχαν, αν πέθανε, παντρεύτηκε ή γεννήθηκε κάποιος. Και να μην τους ήξερε, τους “διάβαζε” για να παίξει σωστά, να κερδίσει με την αξία του τα λεφτά. Και αν ο χορός κάποιου ήταν αργός, ήξερε ποια νότα θα βάλει ενδιάμεσα ώσπου να πατήσει κάτω το πόδι. Τώρα δεν παίζουμε μουσική, είναι σαν να κόβουμε κιμά. Κυκλοφορούν συνεχώς τραγούδια στο YouTube με άπειρες επιρροές, το ρεπερτόριο έχει ξεφύγει, είναι σαν κορωνοϊός που εξαπλώνεται. Από κάτω έχεις εκατοντάδες άτομα όπως στα μπουζούκια. Ακούν τη μουσική όχι με τα αυτιά, αλλά με τα μάτια. Η ηπειρώτικη ταυτότητα δεν κινδυνεύει λοιπόν από τις νέες οδικές αρτηρίες αλλά από τα καλώδια και το wi-fi».