Το περιβόητο Μνημόνιο για εξαίρεση από τους κανόνες της ΕΟΚ
Συμβατή με τη γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ήταν και η αναζήτηση νέας ισορροπίας ανάμεσα σε προεκλογικές διακηρύξεις για αποχώρηση από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και στη νέα κυβερνητική πλέον θέση για αναδιαπραγμάτευση των όρων της ένταξης. Η λύση βρέθηκε με το περιβόητο Μνημόνιο που υπέβαλε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1982. Κατά την άποψη της κυβέρνησης, οι κανόνες της Κοινής Αγοράς είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Τις επιπτώσεις αυτές δεν αντιστάθμιζαν οι μεταφορές πόρων μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για τους λόγους αυτούς, το Μνημόνιο ζητούσε εξαίρεση από τους κανόνες της Kοινής Aγοράς και περισσότερη βοήθεια (βλ. Πάνος Καζάκος «Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα», εκδ. Πατάκη, 2001, σελ. 366 και μετά).
Για την πολιτική αξιολόγηση του μνημονίου εκείνου έχει σημασία να λάβουμε υπόψη ότι θεμέλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν και παραμένουν οι κανόνες της Κοινής Αγοράς (σήμερα: της εσωτερικής αγοράς) που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Δεν έπρεπε να αναμένεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει εν λευκώ εξουσιοδότηση για να αποκλίνει μονίμως από το πλαίσιό τους. Συναφώς, η επιδίωξη της εξαίρεσης υποβάθμιζε την ανάγκη για προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον.
Παράλληλα, σειρά ολόκληρη μέτρων εξέφραζαν διάθεση θεσμικού εκσυγχρονισμού. Επομένως είναι άδικο να τη θεωρήσουμε συνολικά και αποκλειστικά την πολιτική εκείνη λαϊκιστική. Εδώ εντάσσεται ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ (νόμος 1268/1982, συν προεδρικά διατάγματα) που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των πανεπιστημίων. Ωστόσο, οι νέες τυπικές ρυθμίσεις δεν άργησαν να νοθευθούν ώς ένα βαθμό στην πράξη από την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του κομματισμού και της πελατειακής συναλλαγής.
Σημαντικότερη ήταν ίσως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Ο νόμος 1250/82 καθιέρωσε
τον πολιτικό γάμο παράλληλα με τον θρησκευτικό. Ο επόμενος νόμος 1329/1983 είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα και ήταν ίσως η σπουδαιότερη έκφραση του θεσμικού εκσυγχρονισμού που προώθησε το κίνημα. Ο νόμος εκείνος στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 2 και 116), πρόβλεψε μεταξύ άλλων την κατάργηση της προίκας που έδινε στον γάμο χαρακτήρα αγοραίας συναλλαγής, αποποινικοποίησε τη μοιχεία, κατοχύρωσε τον πολιτικό γάμο, αφαίρεσε από το διαζύγιο τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, αποδέσμευσε τη διατροφή από την αναζήτηση του υπαιτίου για το διαζύγιο, άλλαξε τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς. Συνολικά, όπως πυκνά εκτίμησε η Χριστίνα Ακριβοπούλου, «ο νόμος αναίρεσε το μοντέλο της πατριαρχικής οικογένειας» (βλ. πυκνογραμμένο λήμμα της στο Β. Βαμβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος [επιμέλεια] «Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80», εκδ. Πέρασμα, 2010).
Τέλος, μέρος της ευρύτερης αλλαγής του θεσμικού πλαισίου ήταν και ο νόμος 1264/1982 για τον συνδικαλισμό, που σηματοδότησε μια νέα φάση στην οποία η ευρύτερη συμμετοχή (ο εκδημοκρατισμός) συνδέθηκε με διαφορετικό κομματικό έλεγχο των οργανώσεων.
Συνολικά αποτιμώντας τα γεγονότα, το 1982 δόθηκε το έναυσμα για μια υπερβολικά επεκτατική (μακρο)οικονομική πολιτική και πολλές θεσμικές αλλαγές που ανταποκρίθηκαν εν πολλοίς σε διάχυτα αιτήματα για εκσυγχρονισμό. Ομως, περαιτέρω μέτρα τη δεκαετία που ακολούθησε (ευρείας κλίμακας κρατικοποιήσεις, ψευδοδημοκρατικός προγραμματισμός, «κοινωνικοποίηση» των «κρατικών» επιχειρήσεων, «εποπτικά συμβούλια» σε επιλεγμένους κλάδους κ.ά.) προκάλεσαν νέες αβεβαιότητες και επέτειναν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας.