Στον Βλοχό κατοικεί μόνο η λάσπη
Στο χωριό, προτού το «πατήσει» το νερό, ζούσαν 700 άνθρωποι. Το σχολείο είχε 40 παιδιά. Τώρα, «έχω μείνει εγώ και τα βατραχάκια», λέει ο μοναδικός κάτοικος που συνάντησε η «Κ»
Ομορφες απλές μονοκατοικίες με στέγες, σαν τα σπίτια στις παιδικές ζωγραφιές. Ανοιχτοί χώροι, ήλιος, σημάδια της επερχόμενης άνοιξης στα περισσότερα χωράφια. Μερικά είναι ακόμη μικρές στάσιμες λίμνες.
Δεν λείπει τίποτα από το τοπίο, εκτός από την ανθρώπινη παρουσία. Επτά μήνες μετά την κακοκαιρία «Daniel», το χωριό Βλοχός κοντά στον Παλαμά Καρδίτσας, όπου βρεθήκαμε, μοιάζει με σκηνικό ταινίας: Τα πάντα έχουν παραμείνει στο σημείο που τα παρέσυρε η πλημμύρα, τα νερά τραβήχτηκαν, αλλά οι πρωταγωνιστές –οι κάτοικοι του χωριού– λείπουν. Μπορείς να μπεις και να βγεις στα σπίτια τους χωρίς κανείς να σε ρωτήσει τι θέλεις, να χαζέψεις τα κάδρα που κρέμονται στους παραμορφωμένους από την υγρασία τοίχους, να φανταστείς την οικογένεια που το προηγούμενο καλοκαίρι έβλεπε τηλεόραση στην ξεχαρβαλωμένη συσκευή που έχει απομείνει στο κέντρο του δωματίου που μάλλον ήταν σαλόνι.
Μπορείς να ξεφυλλίσεις τα λασπωμένα βιβλία - αρχεία του περιφερειακού ιατρείου του χωριού που έχουν στοιβαχτεί στο μπαλκόνι της εισόδου. Ενα σπασμένο βάζο, κάτι πιάτα με πολύχρωμα λουλούδια, ένα παπούτσι, απομεινάρια μιας καθημερινότητας που δεν υπάρχει πια. Σε πολλά σημεία του χωριού τέτοια απομεινάρια σχηματίζουν βουνά ολόκληρα
από λάσπη, απορρίμματα, μπάζα ανακατεμένα με προσωπικά αντικείμενα, που η πολιτεία δεν βρήκε ακόμη τον χρόνο να πετάξει στα σκουπίδια.
Κάπου μακριά ακούγεται μια χορτοκοπτική μηχανή. Κάποιος επιμένει. Ο Μάνθος Κολώνας έχει βάλει φόρμα εργασίας και με μεγάλη επιμέλεια καθαρίζει τα χόρτα από την αυλή του κατεστραμμένου από την πλημμύρα σπιτιού των γονιών του.
«Κάθε μέρα έρχομαι εδώ. Για ψυχολογικούς λόγους, καθαρίζω, μαζεύω και μετά βγάζω μια φωτογραφία και τη στέλνω στους δικούς μου που μένουν στην Καρδίτσα, για να τους δείξω ότι το σπίτι τους είναι καλά και ότι το φροντίζω». Ο ίδιος μένει δυο σπίτια πιο κει, σε ένα από τα λίγα διώροφα της περιοχής. «Ο πάνω όροφος είναι κατοικήσιμος κατά έναν τρόπο, αλλά το σπίτι στην πραγματικότητα δεν λειτουργεί. Ηταν μεζονέτα και η κουζίνα και η τραπεζαρία ήταν στον κάτω όροφο που πλημμύρισε. Πάνω έχει κρεβάτια και ένα μπάνιο», μας εμπιστεύεται χωρίς δεύτερη κουβέντα, άλλωστε δεν έχει και πολλά να χάσει...
«Το χωριό ήταν πολύ ζωντανό, ήμασταν 600-700 άτομα, το σχολείο είχε 40 παιδιά. Να, τέτοια μέρα (Σάββατο) θα έτρεχαν πάνω κάτω στην πλατεία», λέει και δείχνει απέναντι. «Τώρα όλα έρημα, μόνο βατραχάκια
ακούμε». Λιγότεροι από δέκα άνθρωποι ζουν κατά κάποιο τρόπο στο χωριό τώρα. Οι υπόλοιποι έχουν παραμείνει στην Καρδίτσα, στη Λάρισα, όπου ο καθένας βρήκε σπίτι. «Eχουν αρχίσει να επισκευάζουν ένα δωμάτιο για να έρθουν να μείνουν. Να γλιτώσουν το ενοίκιο, 500 ευρώ τον μήνα. Βέβαια, δεν θα γυρίσουν όλοι. Οσοι έχουν παιδιά στην πόλη θα μείνουν μαζί τους», λέει ο κ. Κολώνας. «Σπίτια που πριν τα νοίκιαζαν 150-200 ευρώ, αμέσως μετά την καταστροφή έφτασαν τα 500. Και όχι άγνωστοι άνθρωποι, οι γείτονές μας, μας βρήκαν στην ανάγκη. Τι να πεις; Είπε η κυβέρνηση θα μας έδιναν τα ενοίκια, αλλά δεν πήραμε τίποτα». Η φωνή του δεν έχει οργή, μόνο απορία για όσα συμβαίνουν, και λύπη, βαθιά λύπη.
«Ακόμη έχει νερά;» τον ρωτάω με το βλέμμα στις γεμάτες λακκούβες. «Δεν είχε πολλά,
προχθές έβρεξε λίγο και γέμισαν πάλι. Δεν βαστάει καθόλου νερό το έδαφος», απαντά.
Eνα τρακτέρ διασχίζει τον άδειο δρόμο και σηκώνεται χώμα, λασπόχωμα. «Τα χωράφια λίγοι έχουν μπει να τα καλλιεργήσουν προς το παρόν», προσθέτει.
Το βαρέλι στη στέγη
Μας πάει λίγο πιο εκεί για να δούμε το κατάστημα ηλεκτρικών που είχε. Επιδιόρθωνε μοτέρ για τις γεωτρήσεις, αλλά όλα χάλασαν, σκούριασαν από τα νερά. «Με πήραν προχθές τηλέφωνο. Μου είπαν να έρθουν στο μαγαζί να κάνουν έλεγχο. Ελάτε, τους είπα. Τι να απαντήσω. Τι έλεγχο να κάνουν, δεν βλέπεις πώς είναι όλα;». Με το δάχτυλο μου δείχνει την αυλή του απέναντι σπιτιού. «Εκεί απέναντι έχει σκαλώσει το ψεκαστικό που είχαν, αλλά δεν μπορώ να μπω να το πάρω». Μου δείχνει στη στέγη. «Βλέπεις ένα βαρέλι εκεί επάνω. Εκεί το έφτασαν τα νερά. Μετά τα νερά τραβήχτηκαν, αλλά το βαρέλι “βρήκε” στα κλαδιά του δέντρου και έμεινε στη στέγη».
«Ξέρετε, εμείς δεν έχουμε μισθό, αγρότες είμαστε. Κάθε Οκτώβρη παίρνουμε τα χρήματα από το βαμβάκι και περνάμε όλο τον χρόνο. Η πλημμύρα έγινε λίγο πριν μαζέψουμε τα βαμβάκια. Είχαμε κάνει όλα τα έξοδα, αλλά δεν εισπράξαμε τίποτα», μου εξηγεί. «Δεν πήρατε αποζημιώσεις;» ρωτάω. «Μόνο εκείνα τα 6.500 στην αρχή, και αυτά δεν τα πήραν όλοι», μου απαντά. «Και πώς ζείτε τώρα;». Κάνει ένα μορφασμό. «Περιμένοντας».
«Κάθε μέρα έρχομαι εδώ. Βγάζω μια φωτογραφία και τη στέλνω στους δικούς μου για να τους δείξω ότι το σπίτι τους είναι καλά και ότι το φροντίζω».