Νιώθω ευγνώμων που ζω. Αλλά όχι ακόμη ασφαλής
Δύο γυναίκες, που απέδρασαν από τον εφιάλτη της βίας από τους συντρόφους τους, διηγούνται την περιπέτειά τους και την αντιμετώπιση που είχαν από τις Αρχές
Δεν έβγαινε από το σπίτι για ημέρες ούτε για να πετάξει τα σκουπίδια. Απέφευγε ακόμη και να πλησιάσει στο παράθυρο. Είχε χάσει κιλά, δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Σκεφτόταν ότι ο πρώην σύντροφός της κάπου μπορεί να παραμόνευε. Μετακόμισε, βρήκε άλλη δουλειά, άλλαξε συσκευή και αριθμό κινητού τηλεφώνου, για να μην την ενοχλήσει εκείνος ξανά. Ακόμη και τώρα, όμως, δύο χρόνια μετά το νέο της ξεκίνημα, υπάρχουν στιγμές που ο φόβος θα επιστρέψει. Βλέποντας ένα ρούχο στην ντουλάπα της μπορεί να θυμηθεί την ημέρα που το φορούσε και εκείνος τη χτύπησε. Οταν μπαίνει στο αυτοκίνητο συχνά ελέγχει αν κρύβεται κάποιος στο πίσω κάθισμα. «Νιώθω ευγνώμων που είμαι σήμερα ζωντανή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι νιώθω τελείως ασφαλής», λέει.
Η Ολγα ξέφυγε από τον θύτη της έπειτα από απεγνωσμένες, πολύμηνες προσπάθειες. «Οσο κλιμακωνόταν η βία, τόσο δημιουργούσε μια κατάσταση πολιορκίας που το έκανε πιο δύσκολο», λέει. «Μου έλεγε ότι και να τον καταγγείλω κανείς δεν θα με πιστέψει. Χρησιμοποιούσε τις γυναικοκτονίες για εκφοβισμό, ότι θα έχω την ίδια κατάληξη. “Εγώ θα πάω φυλακή για λίγο, αλλά εσύ θα είσαι στο χώμα”, έλεγε».
Η πρόσφατη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα από τον πρώην
σύντροφό της έξω από το αστυνομικό τμήμα Αγίων Αναργύρων ανέδειξε τα κενά του συστήματος στην αντιμετώπιση περιστατικών έμφυλης βίας. Παρότι η 28χρονη είχε ακολουθήσει όλα τα απαραίτητα βήματα, δεν την προστάτευσε κανείς. Πέρυσι σχηματίστηκαν από την αστυνομία 11.589 δικογραφίες για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Αρκεί, όμως, μόνο η καταγγελία για να απεγκλωβιστεί ένα θύμα;
Δύο γυναίκες που δέχτηκαν συστηματική κακοποίηση μιλούν στην «Κ» για τη δική τους δίοδο διαφυγής. Περιγράφουν πώς κατόρθωσαν να βγουν από τον ασφυκτικό κλοιό των συντρόφων τους, παρά τα εμπόδια που συνάντησαν και την αδιάφορη στάση των Αρχών. Για λόγους ασφαλείας δεν δημοσιεύονται τα πραγματικά ονόματά τους ούτε τοποθεσίες που μπορεί να φωτογραφίσουν την ταυτότητά τους.
«Εμοιαζε ιδανικός»
Στην αρχή δεν υπήρχαν ύποπτα σημάδια ή δεν τα είχε εντοπίσει η ίδια. Η Ολγα λέει ότι ο σύντροφός της έμοιαζε ιδανικός. «Νόμιζες ότι έχεις μια ισότιμη σχέση, ότι σε υπολογίζει. Εσκυβε πάνω από τα δικά μου προβλήματα», λέει. Στους εννέα μήνες, όμως, άρχισαν οι προσβολές. Εκείνος αντιδρούσε με δυσανάλογο θυμό στο παραμικρό ερέθισμα. Δεν τη θεωρούσε καλή νοικοκυρά, έκανε υποδείξεις, έλεγε ότι ήταν «παραδοσιακός». «Η πιο συνηθισμένη του φράση ήταν ότι ήθελε να επενδύσει σε μένα, αλλά τελικά “πόνταρε σε κουτσό άλογο”», λέει η Ολγα.
Οπως θυμάται, η πρώτη εκδήλωση φυσικής βίας έγινε όταν εκείνος θεώρησε ότι ένα αστείο της έθιξε τον ανδρισμό του. «Με έσπρωξε και με έφτυσε στο πρόσωπο. Από εκεί ξεκίνησε το χάος», λέει. Τα επόμενα ξεσπάσματα πυροδοτούνταν από οποιαδήποτε αφορμή. «Ζήλευε, όλα του φαίνονταν ύποπτα», τονίζει η Ολγα. «Μου τραβούσε τα μαλλιά και με τράνταζε, πρώτα με χτυπούσε στα πόδια με τις γροθιές για να μη φαίνονται τα σημάδια. Συχνά μέσα στο αυτοκίνητο, όπου είναι περιορισμένος ο χώρος και δεν μπορείς να αμυνθείς». Οι ξυλοδαρμοί γίνονταν όλο και πιο έντονοι. Επεκτάθηκαν στα χέρια και στο πρόσωπο. Μια φορά, όπως περιγράφει, την είχε κλείσει επί ώρες σε ένα δωμάτιο και τη χτυπούσε.
«Θα του κάνετε μήνυση;»
Η Ολγα είχε προσπαθήσει να φύγει. Την πρώτη φορά τη φυγάδευσε συγγενής της στο σπίτι του. Πήγαν τότε σε αστυνομικό τμήμα, θυμάται όμως ότι η αντιμετώπιση ήταν «διεκπεραιωτική». «Θέλετε να του κάνετε μήνυση;», ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας, χωρίς να προσφέρει εναλλακτική, παρότι το αδίκημα διώκεται αυτεπάγγελτα. Η Ολγα, όμως, ήθελε εκείνη τη στιγμή να νιώσει ασφαλής. «Με απειλούσε, με κυνηγούσε, το θέμα ήταν πώς θα επιβιώσω για να φτάσω μέχρι το δικαστήριο», λέει.
Εκτιμά ότι την είχε σώσει μέχρι τότε το γεγονός πως δεν συγκατοικούσε με τον σύντροφό της. Ακόμη και υπό αυτή τη συνθήκη, όμως, ήταν δύσκολο να σπάσει τα δεσμά. Της είπε ότι είχε τοποθετήσει GPS στο αυτοκίνητό της, ότι παρακολουθούσε το παιδί που είχε εκείνη από τον προηγούμενο γάμο της. «Ηθελε να νιώθω ανήμπορη, ότι δεν μπορώ να του κρυφτώ», λέει. Αναζήτησε τη συμβουλή μιας ψυχιάτρου, η οποία της πρότεινε να «μην είναι δυναμική», να τον κάνει να την απορρίψει εκείνος. Ούτε έτσι ξέφυγε. «Δούλευα, κράταγα μόνη μου ένα σπίτι, είχα μεγαλώσει το παιδί μου. Αυτό ήθελε να “σπάσει”, να με κάνει να τον φοβάμαι», λέει. «Δεν ήθελα να πω ότι χωρίζουμε γιατί αυτό ήταν λάδι στη φωτιά. Μεταμορφωνόταν απευθείας σε τέρας, ένιωθα ότι κινδύνευα».
Το stalking
Για τη Γεωργία η κακοποιητική συμπεριφορά ξεκίνησε μόλις χώρισε από τον δικό της σύντροφο. Το τέλος της ολιγόμηνης σχέσης τους ήταν η αφετηρία διαρκών απειλών και επίμονης παρακολούθησης. Της αποκάλυψε ότι όσο καιρό ήταν μαζί έψαχνε τις νύχτες το κινητό της. Ανέσυρε παλιότερες συνομιλίες της με άλλους άνδρες, προτού καν γνωριστούν, και την κατηγορούσε για απιστία. «Μου έλεγε “θα σε καταστρέψω, ξέχνα τη ζωή σου όπως την ήξερες”», θυμάται η Γεωργία.
Οι οχλήσεις έγιναν πιο έντονες, προσπαθούσε να τη δυσφημήσει σε γνωστούς και φίλους, ακόμη και στην οικογένειά της. Η Γεωργία απευθύνθηκε σε αστυνομικό τμήμα και ζήτησε να του γίνουν συστάσεις, μήπως συνετιστεί. Αργότερα εκείνος έμαθε ποιοι φίλοι τη συνόδευαν στην αστυνομία και τους απείλησε.
«Μια μέρα στον δρόμο δέχτηκα πισώπλατα χτυπήματα, στο κεφάλι, στο σβέρκο, στο σώμα μου. “Σου είπα ότι θα το πληρώσεις, τι δουλειά είχες να πας στην αστυνομία;”, μου είπε. Δυο περαστικοί με βοήθησαν και γλίτωσα», λέει.
Μετά τον ξυλοδαρμό πήγε στο αστυνομικό τμήμα όπου είχε απευθυνθεί την πρώτη φορά, την παρέπεμψαν όμως στην περιοχή όπου δέχτηκε την επίθεση. Στην είσοδο, όπως περιγράφει, δεν την άφησαν αρχικά να μπει. «Μου είπαν ότι δεν είμαι και πολύ χτυπημένη και ότι ο αξιωματικός υπηρεσίας έλειπε. Πήρα έναν δικηγόρο να ρωτήσω εάν πρέπει να έρθω άλλη μέρα, δεν ήξερα τη διαδικασία. Τηλεφώνησε, πίεσε και με δέχτηκαν. Ετσι υπέβαλα μήνυση», επισημαίνει.
Οι απειλές, καθώς και η προσπάθεια διαπόμπευσής της συνεχίστηκαν, ώσπου πλέον η δικαστική εκκρεμότητα φαίνεται να έχει κρατήσει τον πρώην σύντροφό της σε απόσταση. «Βρέθηκα στα 27 μου να βγαίνω από το σπίτι και να κοιτάζω δεξιά κι αριστερά. Πήγαινα στη δουλειά με συνοδεία, μήπως παραφυλάει», λέει η Γεωργία. «Εκτοτε φώλιασε ο φόβος μέσα μου».
«Μου έλεγε ότι και να τον καταγγείλω κανείς δεν θα με πιστέψει. Χρησιμοποιούσε τις γυναικοκτονίες για εκφοβισμό, ότι θα έχω την ίδια κατάληξη», λέει η Ολγα.
«Μια μέρα στον δρόμο δέχτηκα πισώπλατα χτυπήματα στο κεφάλι, στο σβέρκο, στο σώμα μου. “Τι δουλειά είχες να πας στην αστυνομία;”, μου είπε», θυμάται η Γεωργία.