Στο τραπέζι ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, βάσεις και διμερείς σχέσεις
Μετά την άφιξη του Χέιγκ στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 1982, οι συζητήσεις έλαβαν χώρα σε δύο φάσεις, μία μόνο μεταξύ του Παπανδρέου και του Χέιγκ και μία ανάμεσα και στις αντιπροσωπείες. Οι συνομιλίες υπήρξαν πολύωρες και διεξήχθησαν σε καλό κλίμα, παρότι τέθηκαν με «ειλικρίνεια και ευθύτητα» όλα τα προβλήματα που αφορούσαν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, τις σχέσεις Ελλάδας - ΝΑΤΟ, αλλά και τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Μάλιστα, σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία του Στερνς, ο Παπανδρέου κατάφερε να γοητεύσει με την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του τον Χέιγκ. Ο τελευταίος χαρακτήρισε την επίσκεψή του πολύ παραγωγική. Σε κάθε περίπτωση, όπως δήλωσε ο Ελληνας πρωθυπουργός, «δεν λύθηκαν προβλήματα, τέθηκαν». Στις συνομιλίες συζητήθηκαν κυρίως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ζήτημα των αμερικανικών βάσεων και το ύψος της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας για το έτος 1983. Επίσης, οι σχέσεις Ανατολής - Δύσης και οι απόπειρες ελέγχου των πυρηνικών και των συμβατικών εξοπλισμών, το πολωνικό ζήτημα και ο πόλεμος των Φόκλαντ. Στις δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους, ο Χέιγκ θέλησε να αφήσει ανοικτή την πιθανότητα χορήγησης κάποιας εγγύησης και των ανατολικών συνόρων της Ελλάδας, παρότι δεν είχε σημειωθεί πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα αναγνωριζόταν ότι η επίσκεψη αποτελούσε αφετηρία συζητήσεων και διαπραγματεύσεων που όλοι αναγνώριζαν ότι θα ήταν μακρές, σκληρές και δύσκολες.
Ετσι επιβεβαιώθηκε ότι πάγια θέση της αμερικανικής πλευράς ήταν πως όφειλε να ξεκινήσει ελληνοτουρκικός διάλογος για τη βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας και για τη διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Μετά την εκκίνηση ουσιαστικού διαλόγου, αν όχι και μετά την επίλυση των περισσότερων διμερών «διαφορών», η αμερικανική κυβέρνηση ή/και το ΝΑΤΟ θα εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο να παράσχουν μια γενική εγγύηση της ελληνικής ασφάλειας και ακεραιότητας. Βέβαια, η ελληνική πλευρά (περιλαμβανομένου του Κ. Καραμανλή) επισήμαινε ότι, εάν οι σχέσεις Αθήνας - Αγκυρας είχαν εξομαλυνθεί και τα προβλήματα είχαν επιλυθεί, μια τέτοια εγγύηση θα ήταν πλέον και περιττή. Από την άλλη, η άρνηση της Τουρκίας να συναινέσει στο να δοθεί μια έστω γενικόλογη αμερικανική - νατοϊκή εγγύηση προς την Ελλάδα, που δεν θα αναφερόταν ρητώς στην Τουρκία και την τουρκική απειλή, καταδείκνυε, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, και τις αναθεωρητικές επιθετικές τάσεις της Αγκυρας.
Αλλα σημεία που αξίζει να επισημανθούν είναι η επαναδιατύπωση της αμερικανικής θέσης ότι η ελληνοτουρκική διένεξη όφειλε να λυθεί ειρηνικά και πως Ελλάδα και Τουρκία έπρεπε να προχωρήσουν σε διάλογο με δική τους πρωτοβουλία. Κατέστη μάλιστα σαφές ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν είχε αναλάβει κάποια μεσολαβητική προσπάθεια.
Ως προς το Κυπριακό, η Ουάσιγκτον συνέχιζε να υποστηρίζει την επίλυσή του μέσω διακοινοτικών (ενδοκυπριακών) συνομιλιών, απορρίπτοντας τη θέση της κυβέρνησης Παπανδρέου για διεθνοποίηση του προβλήματος. Τέλος, ήδη από τότε υπήρχαν διαρροές Αμερικανών αξιωματούχων και δημοσιογράφων ότι η Αθήνα είχε υιοθετήσει εποικοδομητική στάση στο θέμα των βάσεων και ότι, παρότι θα ακολουθούσαν σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ άλλων και για την παροχή αμερικανικών ανταλλαγμάτων προς την Ελλάδα, το ζήτημα δεν ήταν πλέον αν θα υπογραφόταν συμφωνία για την παράταση της λειτουργίας τους, αλλά το πότε θα υπογραφόταν. Γι' αυτόν ίσως τον λόγο η επίσκεψη Χέιγκ σηματοδότησε και την πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ (αλλά και το ΚΚΕ Εσωτερικού και διάφορες αριστερές οργανώσεις), που αντέδρασαν έντονα στην επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών.