Μετά την κρίση
Δεν χρειαζόμασταν τους Financial Times για να µας πουν κατάµουτρα ότι φτωχύναµε. Βγήκαµε από τα µνηµόνια, πήραµε την επενδυτική βαθµίδα, ο τουρισµός πάει από ρεκόρ σε ρεκόρ, αλλά η αγοραστική µας δύναµη είναι τελευταία ανάµεσα στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ και δεύτερη από το τέλος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα στοιχεία είναι τόσο ταπεινωτικά που αµέσως επιστρατεύεις µηχανισµούς άρνησης: µήπως φταίει η µαύρη οικονοµία; Αλλά από την άλλη: δεν θα έχει παραοικονοµία η Ρουµανία; Ή η Βουλγαρία, ο νέος µας αντίπαλος στο ντέρµπι των ουραγών;
Επειδή τα πράγµατα πήγαν λίγο καλύτερα µετά το 2018 και κυρίως επειδή µια ηµιθανής οικονοµία έδειχνε να επιστρέφει σε µια στοιχειώδη κανονικότητα έχοντας να παρουσιάσει ορισµένες αρκετά καλές επιδόσεις στους µακροοικονοµικούς δείκτες, καλλιεργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι η ελληνική οικονοµία... πετάει. Αυτό όµως που δεν λέγεται είναι ότι τη δεκαετία του 2010, τη µεγάλη δεκαετία της ελληνικής κρίσης χρέους,
ενώ εµείς χάναµε σε τρία χρόνια το ένα τέταρτο του ΑΕΠ, οι χώρες του πρώην ανατολικού µπλοκ όχι µόνο κάλυπταν το έδαφος, αλλά σταδιακά µας άφηναν πίσω όσον αφορά την κατά κεφαλήν αγοραστική δύναµη. ∆εν είναι µόνο ότι οι µισθοί µας µειώθηκαν ή έµειναν στάσιµοι, το βασικό πρόβληµα παραµένει το
υψηλό κόστος ζωής σε ένα περιβάλλον παρατεταµένης ακρίβειας και έλλειψης ουσιαστικού ανταγωνισµού σε βασικές οικονοµικές δραστηριότητες.
Αυτή η κεφαλαιώδης ανισορροπία καλλιεργεί ένα κλίµα χαµηλών προσδοκιών που εξαπλώνεται (και αποτυπώνεται) παντού: από την αδυναµία µας να πάµε διακοπές στα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι µέχρι την κατάσταση των υποδοµών µας και την εικόνα των πόλεων. Μπείτε σε ένα λεωφορείο, κατεβείτε στο λιµάνι του Πειραιά το καλοκαίρι, πάρτε τον προαστιακό, περπατήστε τη Σταδίου ή την Ακαδηµίας και θα βιώσετε ένα αίσθηµα κλειστού ορίζοντα και φθοράς. Είναι δυνατόν µια χώρα
που είναι µέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης από το 1981 και έχει απορροφήσει πακτωλούς χρηµάτων όλα αυτά τα χρόνια να µην µπορεί να συντηρήσει τους ενηµερωτικούς ηλεκτρονικούς πίνακες άφιξης των τρένων στο σχετικά νέο δίκτυο του προαστιακού σιδηροδρόµου; Είναι δυνατόν να κυκλοφορούν στους δρόµους ξεχαρβαλωµένα λεωφορεία που εµφανίζονται µε συχνότητα 30 ή και 40 λεπτών την ώρα; Είναι δυνατόν οι δύο µεγαλύτερες αστικές αναπλάσεις στην Αθήνα (Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος και τώρα το Ελληνικό) να υλοποιούνται αποκλειστικά από ιδιωτικούς φορείς; Και η ανάπλαση του Φαληρικού Ορµου να εκκρεµεί εδώ και σχεδόν 20 χρόνια;
Ναι, φτωχύναμε. Το ξέρουµε, το βλέπουµε. Τώρα που τα πράγµατα πηγαίνουν στοιχειωδώς καλύτερα, οφείλουµε να κοιτάξουµε όσα έµειναν πολύ πίσω αυτά τα δύσκολα χρόνια. Είναι µια επένδυση για το µέλλον και µια στοιχειώδης ένεση αυτοπεποίθησης σε έναν κόσµο που έχει περάσει πολλά.
Θέλαμε να ξεχάσουμε γρήγορα το δράμα της δεκαετίας του 2010. Και τώρα το βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας.