Η γοητεία του ξύλου
To 2012 οι μπουνιές του Κασιδιάρη είχαν προκαλέσει σοκ σε όλο τον τηλεθεάμονα δημοκρατικό κόσμο. Επιτέλους οι νεοναζί αποκαλύφθηκαν, έλεγαν. Οι πλανηθέντες ψηφοφόροι ξέρουν πια τι να (μην) ψηφίσουν. Παρά τα κύματα του αποτροπιασμού, οι μπουνιές τότε δεν κόστισαν πολιτικά στον νταή και στο κόμμα του. Η Χρυσή Αυγή πήρε και στις δεύτερες εκλογές, ένα μήνα μετά, το ίδιο ποσοστό. Γιατί; Ισως επειδή εξαρχής εκείνοι που την είχαν προτιμήσει ένιωθαν σε τόση απόσταση από το πολιτικό σύστημα, ώστε λαχταρούσαν ακριβώς αυτό: την ωμή δύναμη εναντίον του. Ηθελαν «κάποιον να τους βάλει στη θέση τους». Ηθελαν έναν αντιπρόσωπο των ενστίκτων τους.
Μπορεί
να υποθέσει κανείς το ίδιο και σήμερα. Οτι η βία και οι ύβρεις στο Κοινοβούλιο, που προκαλούν τη γενική κατακραυγή, από ένα μέρος του εκλογικού σώματος εκλαμβάνονται ως «αυθεντικό», πηγαίο αντριλίκι. Του έβρισε τη μάνα, λένε. Να μην τον δείρει;
Είναι
ενδεικτικό ότι ακόμη και ο αρχηγός του θύματος ένιωσε την ανάγκη να διευκρινίσει ότι ο βουλευτής του γνωρίζει «πολεμικές τέχνες, είναι μποξέρ». Ηθελε να διαβεβαιώσει το κοινό του ότι ο ίδιος και οι βουλευτές του δεν υστερούν σε δύναμη. Ενέδωσαν στη γροθιά από ανωτερότητα, όχι από αδυναμία.
Αν αυτά
τα ήθη της αλάνας βρίσκουν όντως απήχηση όχι παρά, αλλά εξαιτίας της ωμότητάς τους· αν όντως υπάρχουν ψηφοφόροι που αναζητούν στο εκλογικό παραβάν δοχεία για τις δικές τους καταπιεσμένες ορμές, τότε πώς μπορεί να θέλει κανείς να συνομιλήσει
μαζί τους; Πώς μπορεί ένα δημοκρατικό κόμμα να προσδοκά ότι θα τους προσεταιρισθεί,
τώρα που ο Αρειος Πάγος απαγόρευσε την πρώτη τους εκλογική προτίμηση;
Κανονικά,
έπρεπε να ρωτάμε το αντίθετο: Πώς μπορεί ένα δημοκρατικό κόμμα να παραιτείται από την αξίωση να απευθυνθεί σε όλους τους πολίτες, ακόμη κι εκείνους που έχουν κάνει την πιο ακραία αντιδημοκρατική επιλογή.
Η δυσκολία
να προσπελάσει κανείς τη φούσκα του ψηφοφόρου που αναζητεί υποκατάστατα της (καταδικασμένης ως) εγκληματικής οργάνωσης ακόμη και μετά την εξάρθρωσή της μοιάζει ανυπέρβλητη. Ομως, η μοιρολατρική αποδοχή αυτής της δυσκολίας («αυτοί δεν ακούνε, είναι τελειωμένοι, χαμένοι, ψεκασμένοι») δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως θεσμικώς ενδεδειγμένη στάση. Δεν είναι «δημοκρατικότερα» τα κόμματα που περιορίζονται στο να ξορκίζουν την ακροδεξιά ψήφο. Δεν είναι δημοκρατικό να μην πιστεύεις στη δυνατότητα της δημοκρατίας να τους συμπεριλαμβάνει όλους. Ακόμη κι
αυτούς που στρέφονται εναντίον της, η δημοκρατία έχει υποχρέωση να τους αντιμετωπίζει ως επιδεκτικούς μεταστροφής. Οχι ως αλλότρια όντα, καταδικασμένα να ζουν σε τοξικά «θολά νερά», στα οποία κανείς δεν πρέπει «ψαρεύει».
Φασίστες;
Ναι, υπάρχουν, κι ας μην αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Αλλά οι αυτάρεσκοι αντιφασίστες είναι πολύ περισσότεροι. Ο φασισμός είναι το καταφύγιο των ηλιθίων. Και έχει παράρτημα το υπνωτήριο της αντιφασιστικής κοινοτοπίας.