Η άνοδος του Χέλμουτ Κολ στην εξουσία
Η κατάρρευση του συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών - Φιλελευθέρων στη Γερμανία και η πτώση του Χέλμουτ Σμιτ
Σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διατήρησαν την εξουσία καθ' όλη τη δεκαετία του 1970. Ειδικά στην περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας, τον οραματιστή καγκελάριο Βίλι Μπραντ διαδέχθηκε τον Μάιο του 1974 ο ρεαλιστής Χέλμουτ Σμιτ, μετά την αποκάλυψη πως στενός συνεργάτης του Μπραντ ήταν πράκτορας του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας (Στάζι) της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Σμιτ επιβεβαίωσε όσους θεωρούσαν ότι μπορεί να διασφαλίσει την πολιτική κυριαρχία των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), κερδίζοντας δύο εκλογικές αναμετρήσεις (1976 και 1980), που επέτρεψαν στο SPD να σχηματίσει επανειλημμένα κυβερνήσεις συνεργασίας με το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP).
Ωστόσο, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1982 η προοπτική διατήρησης της εξουσίας από τον Χέλμουτ Σμιτ ήταν εξαιρετικά αβέβαιη, μετά την κατάρρευση του συνασπισμού SPD - FDP (17.9.1982) και την αντικατάσταση τεσσάρων φιλελεύθερων υπουργών. Η επιδίωξη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με επικεφαλής τον Χέλμουτ Σμιτ, να παραμείνει στην εξουσία ως κυβέρνηση μειοψηφίας έως ότου διεξαχθούν πρόωρες εκλογές αποδείχθηκε ανεδαφική, καθώς η αντιπολίτευση θέλησε να ανατρέψει πλήρως τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ως εκ τούτου η διάλυση της συνεργασίας του Σμιτ με τον πρόεδρο του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών, Χανς - Ντίτριχ Γκένσερ, επέφερε το τέλος της σχεδόν εννιάχρονης πρωθυπουργικής θητείας του 64χρονου τότε ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών, με την υπερψήφιση της πρότασης δυσπιστίας που είχε κατατεθεί από τον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών (CDU - CSU) - Ελεύθερων Δημοκρατών. Καθώς οι Φιλελεύθεροι δεν αποχώρησαν απλά από τον κυβερνητικό συνασπισμό αλλά συγκρότησαν κυβερνητική συμμαχία με το CDU, διασφάλισαν ταυτόχρονα την «αλλαγή φρουράς» μεταξύ του Χέλμουτ Σμιτ και του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία. Σύμφωνα με το δυτικογερμανικό σύνταγμα, για να ανατραπεί μια κυβέρνηση έπρεπε να εγκριθεί η λεγόμενη «δημιουργική πρόταση δυσπιστίας», δηλαδή να υπάρξει όχι μόνον πλειοψηφία για την πτώση της υπάρχουσας κυβέρνησης, αλλά και για την ανάδειξη νέας. Αυτό πέτυχαν οι Χριστιανοδημοκράτες και ο Χέλμουτ Κολ τον Οκτώβριο του 1982.
Αλλαγή φρουράς χωρίς εκλογές
Μια και επρόκειτο για την πρώτη απομάκρυνση καγκελαρίου στην έως τότε 33χρονη Ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της ψηφοφορίας για την πρόταση δυσπιστίας
(1.10.1982) προηγήθηκε φορτισμένη πεντάωρη συζήτηση στην Μπούντεσταγκ (Κάτω Βουλή). Οι κατηγορίες του Σμιτ στράφηκαν κατά των πρώην κυβερνητικών εταίρων του (FDP), με τους οποίους οι Σοσιαλδημοκράτες συγκυβερνούσαν επί 13 χρόνια (1969-1982). Ο Σμιτ μάλιστα υπενθύμισε ότι δύο χρόνια νωρίτερα, στις εθνικές εκλογές του 1980, Σοσιαλδημοκράτες και Ελεύθεροι Δημοκράτες είχαν λάβει από κοινού λαϊκή εντολή για συνέχιση της κυβερνητικής συνεργασίας, ενώ δεν παρέλειψε να κατηγορήσει την ηγεσία των Ελεύθερων Δημοκρατών, που μετά το 1982 αποτέλεσε πλέον κυβερνητικό εταίρο των Χριστιανοδημοκρατών, για ανήθικη συμπεριφορά με σκοπό να διατηρηθεί το FDP στην εξουσία. Από τα βέλη του Σμιτ δεν γλίτωσε ούτε ο ηγέτης του FDP, Γκένσερ, ο οποίος ενώ είχε δηλώσει παραμονές των εκλογών του 1980 ότι «αυτοί που ψηφίζουν τους Φιλελεύθερους αποτελούν την εγγύηση για να παραμείνει ο κ. Σμιτ καγκελάριος της χώρας», διατήρησε και επί καγκελαρίας Χέλμουτ Κολ τη θέση του αντικαγκελαρίου και υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας. Η απόφαση της ηγεσίας του FDP να τερματίσει την κυβερνητική συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες δεν προκάλεσε οργή μόνο στα στελέχη του SPD, αλλά και στις τάξεις του ίδιου του κόμματος. Μάλιστα περίπου 20.000 μέλη του FDP εγκατέλειψαν το κόμμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όπως ο Γκίντερ Φερχόιγκεν και η Ινγκριντ Ματέους-Μάγιερ, οι οποίοι έκαναν στη συνέχεια καριέρα στο SPD. Τη διάχυτη δυσαρέσκεια για τη στάση της ηγεσίας του FDP αποτύπωσε επιγραμματικά η βουλευτής του κόμματος, Χίλντεγκαρντ Χαμ-Μπρίχερ: «Δεν νομίζω ότι ο Χέλμουτ Σμιτ άξιζε να ανατραπεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η βούληση του εκλογικού σώματος, ούτε και ο Χέλμουτ Κολ να γίνει καγκελάριος χωρίς να έχουν προηγηθεί εκλογές».
Για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας η Βουλή καταψήφισε τον καγκελάριο.