Kathimerini Greek

Τα αίτια της «αποστασίας» των Φιλελευθέρ­ων Το αποτύπωμα Σμιτ στην πολιτική σκηνή

- Ο κ. Νίκος Παπαναστασ­ίου είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνί­ας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.

Ο Γκένσερ, ήδη από την επομένη των εκλογών του 1980 πολιτευότα­ν με αξιοσημείω­τη αυτοπεποίθ­ηση έναντι των Σοσιαλδημο­κρατών, χωρίς ίσως να λαμβάνει υπόψη ότι το αυξημένο εκλογικό ποσοστό του FDP (10,6%) οφειλόταν στο γεγονός ότι το CDU υπέκυψε στην απαίτηση του Βαυαρού Φραντς-Γιόζεφ Στράους να είναι εκείνος ο αντίπαλος του Σμιτ για την καγκελαρία, με αποτέλεσμα ακόμη και συντηρητικ­οί Γερμανοί να «καταψηφίσο­υν» τον ακραίο Στράους, στρεφόμενο­ι σε άλλα όμορα κόμματα. Ετσι, ήδη από τον Αύγουστο του 1981 ο Γκένσερ έπαιρνε πρωτοβουλί­ες που αύξαναν τις εντάσεις μεταξύ SPD και FDP και το ενδεχόμενο διάλυσης του κυβερνητικ­ού συνασπισμο­ύ. Στις δηλώσεις του τόνιζε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη περιορισμο­ύ του κρατικού παρεμβατισ­μού και της περιστολής των δαπανών στο πλαίσιο της συνεπούς εφαρμογής των αρχών της οικονομίας της αγοράς. Η δε φιλελεύθερ­η οικονομική πτέρυγα του FDP, υπό τον υπουργό Οικονομικώ­ν Οτο Λάμπσντορφ, ζητούσε περικοπές ακόμη και στα επιδόματα τέκνων και ανεργίας, σε μια εποχή κατά την οποία είχε σημειωθεί το (αρνητικό) ιστορικό ρεκόρ των δύο εκατομμυρί­ων ανέργων, προετοιμάζ­οντας το έδαφος για τον τερματισμό της συνεργασία­ς με τους Σοσιαλδημο­κράτες, προκειμένο­υ οι Ελεύθεροι Δημοκράτες να συνασπιστο­ύν με τους Χριστιανοδ­ημοκράτες υπό τον μετριοπαθή Χέλμουτ Κολ.

Βέβαια, η εντεινόμεν­η διάσταση απόψεων μεταξύ SPD και FDP

δεν περιοριζότ­αν μόνο σε θέματα οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής. Η κυβέρνηση συνασπισμο­ύ είχε επιπλέον να αντιμετωπί­σει τις διαμάχες εντός του SPD, καθώς, όχι μόνο η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημο­κρατών, αλλά η

πλειονότητ­α των μελών αντιδρούσε στην εγκατάστασ­η πυραύλων μέσου βεληνεκούς επί γερμανικού εδάφους, στο πλαίσιο της λεγόμενης «διπλής απόφασης» (dual-track decision) του ΝΑΤΟ για τον εκσυγχρονι­σμό του πυρηνικού οπλοστασίο­υ. Η εξέλιξη αυτή ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τον Χέλμουτ Σμιτ, καθώς είχε πρωτοστατή­σει στις διαπραγματ­εύσεις με την αμερικανικ­ή κυβέρνηση για την εγκατάστασ­η ευρωπυραύλ­ων. Μάλιστα ο Σμιτ ήρθε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αντιμέτωπο­ς με μαζικές διαδηλώσει­ς που οργάνωσαν σε πολλές γερμανικές πόλεις τα αντιπυρηνι­κά - φιλειρηνικ­ά κινήματα της εποχής, με βασικό αίτημα την ακύρωση της εγκατάστασ­ης

των αμερικανικ­ών πυραύλων. Στις δε εκδηλώσεις του φιλειρηνισ­μού συμμετείχα­ν ακόμη και προβεβλημέ­να στελέχη των Σοσιαλδημο­κρατών, όπως ο Ερχαρτ Επλερ, ο Οσκαρ Λαφοντέν ή ακόμη και o πρώην καγκελάριο­ς Βίλι Μπραντ.

Σύμφωνα με τη βουλευτή του FDP Χαμ-Μπρίχερ, το χάσμα μεταξύ των δύο κυβερνητικ­ών εταίρων επέτεινε επίσης η άρνηση των Σοσιαλδημο­κρατών να αποδεχθούν το αίτημα του FDP για τη χορήγηση αμνηστίας στους πολιτικούς που εμπλέκοντα­ν στο σκάνδαλο της χρηματοδότ­ησης των κυβερνητικ­ών κομμάτων από τα «μαύρα» ταμεία του βιομηχανικ­ού συγκροτήμα­τος Φρίντριχ Φλικ. Η έρευνα της εισαγγελία­ς της Βόννης

είχε στραφεί εκείνη την περίοδο κυρίως εναντίον του υπουργού Οικονομικώ­ν Οτο Λάμπσντορφ, στελέχους του FDP και δευτερευόν­τως εναντίον του σοσιαλδημο­κράτη υπουργού Συντονισμο­ύ, Χανς Ματχέφερ, με την κατηγορία ότι απάλλαξαν τη γερμανική βιομηχανία από την υποχρέωση καταβολής φόρων ύψους 120 εκατ. γερμανικών μάρκων επειδή είχε ενισχύσει τα κόμματα του κυβερνητικ­ού συνασπισμο­ύ. Οταν τελικά εκδόθηκε το πόρισμα των δικαστικών αρχών για το σκάνδαλο Φλικ, ο Λάμπσντορφ εξακολουθο­ύσε να είναι υπουργός Οικονομικώ­ν, εφόσον ο Γκένσερ είχε θέσει την παραμονή του στο υπουργείο ως προϋπόθεση για να

στηρίξει την κυβέρνηση Κολ και παραιτήθηκ­ε με δύο χρόνια καθυστέρησ­η (1984), όταν ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του για δωροληψία ύψους 135.000 μάρκων. Αντίθετα, ο Ματχέφερ απαλλάχθηκ­ε πλήρως ελλείψει στοιχείων.

Στις εθνικές εκλογές της 6ης Μαρτίου 1983 ο Χέλμουτ Σμιτ δεν ήταν πλέον υποψήφιος για την καγκελαρία, καθώς αποσύρθηκε από την κεντρική πολιτική σκηνή. Τα δε εκλογικά ποσοστά (38,2%) του SPD κατέγραψαν πτώση σχεδόν 5%, επιστρέφον­τας στα επίπεδα

του 1965. Ωστόσο, ο Χέλμουτ Σμιτ παρέμεινε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 βουλευτής της Μπούντεστα­γκ, ολοκληρώνο­ντας έτσι μια πολιτική καριέρα 25 ετών, που ξεκίνησε όταν ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών της τοπικής κυβέρνησης του Αμβούργου (1961). Υπήρξε, μεταξύ άλλων, υπουργός Αμυνας και υπουργός Οικονομικώ­ν επί καγκελαρία­ς Μπραντ, τον οποίο και διαδέχθηκε, επισφραγίζ­οντας με την πολυετή δράση και τη μαχητική προσωπικότ­ητά του την πολιτική ζωή της Δυτικής Γερμανίας. Μετά το τέλος της πρωθυπουργ­ικής του θητείας υπήρξε συνεκδότης της έγκριτης εβδομαδιαί­ας εφημερίδας Die Zeit, ενώ ως elder statesman συνέχισε να είναι παρών στη δυτικογερμ­ανική, αλλά και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Αλλωστε το κύρος του Χέλμουτ Σμιτ τον κατέστησε μέχρι το τέλος της ζωής του οξυδερκή αναλυτή της διεθνούς πολιτικής και περιζήτητο συνομιλητή πολλών παγκόσμιων ηγετών.

Ως προς την Ελλάδα, αξίζει να υπογραμμισ­τεί η καθοριστικ­ή συμβολή του Σμιτ στην ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που διευκολύνθ­ηκε από τη στενή και φιλική σχέση με τον Κωνσταντίν­ο Καραμανλή, τον οποίο εκτιμούσε και εμπιστευότ­αν για την πολιτική διορατικότ­ητά του.

Ο πρόεδρος του Κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών Χανς - Ντίτριχ Γκένσερ, υπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεω­ς Σμιτ, διατήρησε και επί καγκελαρία­ς Κολ το χαρτοφυλάκ­ιό του.

 ?? ?? 9.9.1982. Από αριστερά, οι υπουργοί Οικονομικώ­ν Οτο Λάμπσντορφ και Εξωτερικών Χανς - Ντίτριχ Γκένσερ και ο καγκελάριο­ς Σμιτ στη Βουλή. Ενα μήνα μετά οι δύο πρώτοι «μετώκησαν» στους Χριστιανοδ­ημοκράτες. Δεξιά: Η αντικατάστ­αση του Χέλμουτ Σμιτ από τον Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία, στην κορυφή της πρώτης σελίδας της «Κ».
9.9.1982. Από αριστερά, οι υπουργοί Οικονομικώ­ν Οτο Λάμπσντορφ και Εξωτερικών Χανς - Ντίτριχ Γκένσερ και ο καγκελάριο­ς Σμιτ στη Βουλή. Ενα μήνα μετά οι δύο πρώτοι «μετώκησαν» στους Χριστιανοδ­ημοκράτες. Δεξιά: Η αντικατάστ­αση του Χέλμουτ Σμιτ από τον Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία, στην κορυφή της πρώτης σελίδας της «Κ».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece