Τα αίτια της «αποστασίας» των Φιλελευθέρων Το αποτύπωμα Σμιτ στην πολιτική σκηνή
Ο Γκένσερ, ήδη από την επομένη των εκλογών του 1980 πολιτευόταν με αξιοσημείωτη αυτοπεποίθηση έναντι των Σοσιαλδημοκρατών, χωρίς ίσως να λαμβάνει υπόψη ότι το αυξημένο εκλογικό ποσοστό του FDP (10,6%) οφειλόταν στο γεγονός ότι το CDU υπέκυψε στην απαίτηση του Βαυαρού Φραντς-Γιόζεφ Στράους να είναι εκείνος ο αντίπαλος του Σμιτ για την καγκελαρία, με αποτέλεσμα ακόμη και συντηρητικοί Γερμανοί να «καταψηφίσουν» τον ακραίο Στράους, στρεφόμενοι σε άλλα όμορα κόμματα. Ετσι, ήδη από τον Αύγουστο του 1981 ο Γκένσερ έπαιρνε πρωτοβουλίες που αύξαναν τις εντάσεις μεταξύ SPD και FDP και το ενδεχόμενο διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού. Στις δηλώσεις του τόνιζε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη περιορισμού του κρατικού παρεμβατισμού και της περιστολής των δαπανών στο πλαίσιο της συνεπούς εφαρμογής των αρχών της οικονομίας της αγοράς. Η δε φιλελεύθερη οικονομική πτέρυγα του FDP, υπό τον υπουργό Οικονομικών Οτο Λάμπσντορφ, ζητούσε περικοπές ακόμη και στα επιδόματα τέκνων και ανεργίας, σε μια εποχή κατά την οποία είχε σημειωθεί το (αρνητικό) ιστορικό ρεκόρ των δύο εκατομμυρίων ανέργων, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον τερματισμό της συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες, προκειμένου οι Ελεύθεροι Δημοκράτες να συνασπιστούν με τους Χριστιανοδημοκράτες υπό τον μετριοπαθή Χέλμουτ Κολ.
Βέβαια, η εντεινόμενη διάσταση απόψεων μεταξύ SPD και FDP
δεν περιοριζόταν μόνο σε θέματα οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής. Η κυβέρνηση συνασπισμού είχε επιπλέον να αντιμετωπίσει τις διαμάχες εντός του SPD, καθώς, όχι μόνο η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά η
πλειονότητα των μελών αντιδρούσε στην εγκατάσταση πυραύλων μέσου βεληνεκούς επί γερμανικού εδάφους, στο πλαίσιο της λεγόμενης «διπλής απόφασης» (dual-track decision) του ΝΑΤΟ για τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου. Η εξέλιξη αυτή ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τον Χέλμουτ Σμιτ, καθώς είχε πρωτοστατήσει στις διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κυβέρνηση για την εγκατάσταση ευρωπυραύλων. Μάλιστα ο Σμιτ ήρθε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αντιμέτωπος με μαζικές διαδηλώσεις που οργάνωσαν σε πολλές γερμανικές πόλεις τα αντιπυρηνικά - φιλειρηνικά κινήματα της εποχής, με βασικό αίτημα την ακύρωση της εγκατάστασης
των αμερικανικών πυραύλων. Στις δε εκδηλώσεις του φιλειρηνισμού συμμετείχαν ακόμη και προβεβλημένα στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών, όπως ο Ερχαρτ Επλερ, ο Οσκαρ Λαφοντέν ή ακόμη και o πρώην καγκελάριος Βίλι Μπραντ.
Σύμφωνα με τη βουλευτή του FDP Χαμ-Μπρίχερ, το χάσμα μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων επέτεινε επίσης η άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών να αποδεχθούν το αίτημα του FDP για τη χορήγηση αμνηστίας στους πολιτικούς που εμπλέκονταν στο σκάνδαλο της χρηματοδότησης των κυβερνητικών κομμάτων από τα «μαύρα» ταμεία του βιομηχανικού συγκροτήματος Φρίντριχ Φλικ. Η έρευνα της εισαγγελίας της Βόννης
είχε στραφεί εκείνη την περίοδο κυρίως εναντίον του υπουργού Οικονομικών Οτο Λάμπσντορφ, στελέχους του FDP και δευτερευόντως εναντίον του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Συντονισμού, Χανς Ματχέφερ, με την κατηγορία ότι απάλλαξαν τη γερμανική βιομηχανία από την υποχρέωση καταβολής φόρων ύψους 120 εκατ. γερμανικών μάρκων επειδή είχε ενισχύσει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Οταν τελικά εκδόθηκε το πόρισμα των δικαστικών αρχών για το σκάνδαλο Φλικ, ο Λάμπσντορφ εξακολουθούσε να είναι υπουργός Οικονομικών, εφόσον ο Γκένσερ είχε θέσει την παραμονή του στο υπουργείο ως προϋπόθεση για να
στηρίξει την κυβέρνηση Κολ και παραιτήθηκε με δύο χρόνια καθυστέρηση (1984), όταν ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του για δωροληψία ύψους 135.000 μάρκων. Αντίθετα, ο Ματχέφερ απαλλάχθηκε πλήρως ελλείψει στοιχείων.
Στις εθνικές εκλογές της 6ης Μαρτίου 1983 ο Χέλμουτ Σμιτ δεν ήταν πλέον υποψήφιος για την καγκελαρία, καθώς αποσύρθηκε από την κεντρική πολιτική σκηνή. Τα δε εκλογικά ποσοστά (38,2%) του SPD κατέγραψαν πτώση σχεδόν 5%, επιστρέφοντας στα επίπεδα
του 1965. Ωστόσο, ο Χέλμουτ Σμιτ παρέμεινε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 βουλευτής της Μπούντεσταγκ, ολοκληρώνοντας έτσι μια πολιτική καριέρα 25 ετών, που ξεκίνησε όταν ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών της τοπικής κυβέρνησης του Αμβούργου (1961). Υπήρξε, μεταξύ άλλων, υπουργός Αμυνας και υπουργός Οικονομικών επί καγκελαρίας Μπραντ, τον οποίο και διαδέχθηκε, επισφραγίζοντας με την πολυετή δράση και τη μαχητική προσωπικότητά του την πολιτική ζωή της Δυτικής Γερμανίας. Μετά το τέλος της πρωθυπουργικής του θητείας υπήρξε συνεκδότης της έγκριτης εβδομαδιαίας εφημερίδας Die Zeit, ενώ ως elder statesman συνέχισε να είναι παρών στη δυτικογερμανική, αλλά και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Αλλωστε το κύρος του Χέλμουτ Σμιτ τον κατέστησε μέχρι το τέλος της ζωής του οξυδερκή αναλυτή της διεθνούς πολιτικής και περιζήτητο συνομιλητή πολλών παγκόσμιων ηγετών.
Ως προς την Ελλάδα, αξίζει να υπογραμμιστεί η καθοριστική συμβολή του Σμιτ στην ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που διευκολύνθηκε από τη στενή και φιλική σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο εκτιμούσε και εμπιστευόταν για την πολιτική διορατικότητά του.
Ο πρόεδρος του Κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών Χανς - Ντίτριχ Γκένσερ, υπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεως Σμιτ, διατήρησε και επί καγκελαρίας Κολ το χαρτοφυλάκιό του.