Τα μνημεία χρειάζονται τον τουρισμό
Με τις κατάλληλες δράσεις οι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να προσελκύσουν κυνηγούς πολιτιστικών εμπειριών
O Δημήτρης Αθανασούλης φέρνει ένα παράδειγμα ανισορροπίας μεταξύ πολιτισμού και τουρισμού, πολύ χαρακτηριστικό. «Περίπου 2,5 εκατομμύρια ξένοι επισκέπτες επιλέγουν κάθε χρόνο τη Μύκονο, 185.000 από αυτούς μπαίνουν στο καραβάκι για να πάνε στη Δήλο», λέει ο έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Είναι μεγάλη η απόκλιση, ακόμη κι αν σκεφτούμε ότι η Δήλος είναι εποχικός αρχαιολογικός χώρος, παραμένει κλειστός για αρκετές μέρες εξαιτίας των ανέμων και πρέπει κανείς εκτός από το εισιτήριο εισόδου να πληρώσει και το καραβάκι. Δεν είναι όμως μόνο η Μύκονος, υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα ανά την Ελλάδα που οδήγησαν τον Δημήτρη Αθανασούλη και την Ιωάννα Δρέττα, πρόεδρο της Marketing Greece, εταιρείας που συστάθηκε από την ιδιωτική πρωτοβουλία για την προώθηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και CEO Reds, του ομίλου Ελλάκτωρ, να εξετάσουν πώς αυτοί οι δύο κόσμοι θα συνεργαστούν πιο στενά για να ωφεληθούν και οι δύο. Αναμένοντας άλλη μια εκρηκτική θερινή σεζόν, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, συναντηθήκαμε για να συζητήσουμε γύρω από τη συνύπαρξη των δύο κόσμων.
Τα στοιχεία
Ας δούμε προηγουμένως ορισμένα στοιχεία, που αποκαλύπτει η Ιωάννα Δρέττα: «Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται στην πρώτη πεντάδα των δυνατότερων brands παγκοσμίως, είναι 3η παγκόσμια δύναμη στο προϊόν ήλιος - θάλασσα, 8η παγκόσμια δύναμη στον θαλάσσιο τουρισμό και εκτός δεκάδας στον πολιτιστικό τουρισμό. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι υπάρχει πρόβλημα και αρκετές
χαμένες ευκαιρίες, καθώς οι κυνηγοί πολιτιστικών εμπειριών είναι άνθρωποι υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ταξιδεύουν συχνά, εμβαθύνουν στους τόπους που επιλέγουν, είναι ποιοτικοί επισκέπτες. Αυτές οι ευκαιρίες είναι ευθύνη και των δύο τομέων».
«Ξεκινήσαμε τη συνεργασία με την Ιωάννα γιατί διαπιστώσαμε το πρόβλημα. Πράγματι,
πρόκειται για δύο παράλληλους κόσμους που δύσκολα συναντιούνται, ενώ ξέρουμε ότι ο ένας εξαρτάται από τον άλλον», παραδέχεται στην «Κ» ο Δημήτρης Αθανασούλης.
«Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον τουρισμό και οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα μνημεία έχουν άλλες αφετηρίες, δεν είναι στο δικό τους πεδίο να
αντιληφθούν σε πρώτο επίπεδο αυτή τη σχέση, αυτή τη σύνδεση. Για να μιλήσω από τη μεριά των αρχαιολόγων, παρακολουθώντας την υπερεκμετάλλευση που εξελίσσεται σε ορισμένες περιοχές, ουσιαστικά βλέπει κανείς την απειλή από τον τουρισμό στο πολιτιστικό περιβάλλον και άρα πολλές φορές λειτουργεί αμυντικά. Να φέρω ένα παράδειγμα, που και πάλι αφορά τη Δήλο. Υπάρχουν συνάδελφοί μου που λένε “μα καλά, θέλει προβολή η Δήλος;”. Είναι πρόβλημα να θεωρεί κανείς ότι είμαστε η ομορφότερη χώρα του κόσμου, από εκεί ξεκινούν τα προβλήματα, γιατί πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Τα μνημεία, τα αρχαία, υπάρχουν επειδή κάποιος τα επισκέπτεται. Και ο τουρισμός είναι ο κύριος τρόπος για να αποκτήσει επισκέπτες ένας χώρος. Αρα εμείς, οι αρχαιολόγοι, τον τουρισμό δεν τον θέλουμε ως αναγκαίο κακό, είναι στόχος μας. Η δημόσια αρχαιολογία προβάλλει το περιεχόμενο της κληρονομιάς. Κι αυτό γίνεται μόνο μέσω του τουρισμού. Το πρόβλημα κάθε φορά είναι πώς δημιουργείς ένα ισοζύγιο, μια ισορροπημένη κατάσταση. Από τη μια να έχεις επισκέπτες, όρος επιβίωσης για τα μνημεία, και από την άλλη να μην καταβροχθίσει ο υπερτουρισμός τον πολιτιστικό πόρο, ο οποίος είναι μη ανανεώσιμος και η επέμβαση σ' αυτόν μη αναστρέψιμη».
Ο έφορος αρχαιοτήτων Δ. Αθανασούλης και η Ιω. Δρέττα, πρόεδρος της Marketing Greece, προσπαθούν να φέρουν κοντά δύο παράλληλους κόσμους.