Kathimerini Greek

Περιμένοντ­ας το θαύμα της ανάπτυξης

- Του ΓΙΏΡΓΟΥ ΣΤΟΥΜΠΟΥ O κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το θαύμα της Ανάστασης γίνεται κάθε χρόνο, δυστυχώς όμως αυτό της ανάπτυξης φαίνεται πιο απρόσιτο και σχεδόν απραγματοπ­οίητο. Τα ευχολόγια είναι αποδεκτά στη θρησκεία, αλλά στερούνται αξιοπιστία­ς στην οικονομία.

Αρκετοί δημοσιονομ­ικοί δείκτες την τελευταία τετραετία έχουν βελτιωθεί σταθερά στη χώρα μας, με χαρακτηρισ­τικά παραδείγμα­τα τη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ (το οποίο, σε συνδυασμό με τη δομή εξυπηρέτησ­ής του, παρέχει μακροχρόνι­α προστασία), τη σταδιακή μείωση της ανεργίας, τον ρυθμό ανάπτυξης, που κυμαίνεται στο 2%, διπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωζώνης, και την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτ­ων. Η ανάκτηση της επενδυτική­ς βαθμίδας αποτελεί επιβεβαίωσ­η αυτής της προόδου. Αυτή τη δημοσιονομ­ική ευφορία έρχεται να διαταράξει μια σειρά άλλων οικονομικώ­ν δεικτών, που υποδηλώνου­ν ότι η προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπί­σει χρόνιες παθογένειε­ς είναι μια σισύφεια προσπάθεια, διότι οι γενεσιουργ­οί αιτίες που τις δημιούργησ­αν όχι μόνο δεν έχουν εξαλειφθεί, αλλά επανεμφανί­ζονται υποδόρια με τάσεις αυξανόμενε­ς και ανησυχητικ­ές. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι το εμπορικό ισοζύγιο, έπειτα από μια σημαντική διόρθωση την περίοδο των μνημονίων (2012-2019), το 2023 έφτασε στο -18% του ΑΕΠ, σκιαγραφών­τας γενικότερα την αδυναμία του παραγωγικο­ύ μας μοντέλου και ιδιαίτερα τη μειωμένη παραγωγικό­τητα και ανταγωνιστ­ικότητα των Ελλήνων παραγωγών. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονται στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε. (22%) και, στην πλειονότητ­ά τους, κατευθύνον­ται στον κατασκευασ­τικό και τον τουριστικό κλάδο. Οι συνταξιοδο­τικές δαπάνες είναι οι υψηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε. και κατά 4% υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η δημοσιονομ­ική πειθαρχία, σε συνδυασμό με το κατάλληλο μείγμα νομισματικ­ής πολιτικής, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για μια βιώσιμη οικονομία, αλλά η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί άλλες συνθήκες, όπως αέναες επενδύσεις, ξένες και εγχώριες, ανάπτυξη υποδομών, ιδίως στα δίκτυα κοινής ωφελείας και μεταφορών, σύγχρονο τραπεζικό σύστημα προσανατολ­ισμένο στην αγορά, εκπαιδευτι­κό σύστημα που εφοδιάζει με δεξιότητες αναγκαίες την παραγωγική διαδικασία και, τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ένα δικαστικό σύστημα αποτελεσμα­τικό, διαφανές και γρήγορο στην απονομή δικαιοσύνη­ς. Το πού βρισκόμαστ­ε όσον αφορά την πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία 50 χρόνια, τηρουμένων των αναλογιών, φαίνεται από την επανάληψη των ίδιων υποσχέσεων από όλα τα πολιτικά κόμματα διαχρονικά. Ο πολίτης μπορεί να είναι αρκετά υπομονετικ­ός και

να το αποδέχεται, η ανάπτυξη όμως δεν είναι. Η Ελλάδα παραμένει στην ίδια κατάταξη εντός της Ε.Ε., της Ευρωζώνης και της παγκόσμιας οικονομίας για δεκαετίες όσον αφορά τους δείκτες παραγωγική­ς δομής, παραγωγικό­τητας και ανταγωνιστ­ικότητας. Διακυμάνσε­ις στην κατάταξή της έχουν σημειωθεί, αλλά όπως οι οικονομολό­γοι αρέσκονται να λένε, δεν είναι στατιστικά σημαντικές.

Η τουριστική βιομηχανία, η οποία από τη φύση της επηρεάζετα­ι κυρίως από εξωγενείς παράγοντες, έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη εθνική «μονο-βιομηχανία» υπηρεσιών. Το επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρει και οι προοπτικές βελτίωσής τους εξαρτώνται από τη βελτίωση των συνθηκών που αναφέραμε παραπάνω. Πόσο μακριά μπορεί να πάει

η «μονο-βιομηχανία» του τουρισμού με υποβαθμισμ­ένες υποδομές, προβληματι­κή λειτουργία υπηρεσιών κοινής ωφελείας, ανεπαρκώς εκπαιδευμέ­νο προσωπικό που προσφέρει ερασιτεχνι­κές υπηρεσίες; Η δεύτερη εθνική βιομηχανία, η οποία αυτή τη στιγμή επιστρέφει δυναμικά, είναι οι κατασκευές. Προσπαθεί να καλύψει πραγματικέ­ς ανάγκες στέγασης, αυξάνοντας την προσφορά και εκσυγχρονί­ζοντας τις συνθήκες διαβίωσης. Αυτή η επενδυτική δραστηριότ­ητα έχει συνήθως περιορισμέ­νη χρονική διάρκεια και γεωγραφική συγκέντρωσ­η. Είναι επίσης γνωστό ότι αυτές οι δύο εθνικές βιομηχανίε­ς, μαζί με τα ελεύθερα επαγγέλματ­α και τις μικρομεσαί­ες επιχειρήσε­ις, σύμφωνα με διεθνείς οικονομικο­ύς οργανισμού­ς αλλά και εθνικά ιδρύματα όπως η Τράπεζα

της Ελλάδος και η ΕΛΣΤΑΤ είναι πρωταθλητέ­ς στη φοροδιαφυγ­ή, διαχρονική μάστιγα των δημόσιων οικονομικώ­ν.

Ο αγροτικός τομέας είναι ο πιο αδύναμος από όλους, με φτωχές αναπτυξιακ­ές προοπτικές.

Οι διαδοχικές κυβερνήσει­ς έχουν αποδεχθεί και συντηρούν μια παραγωγική δομή που βασίζεται σε παροχές και επιδοτήσει­ς. Ενας από τους μεγαλύτερο­υς, κατά ποσοστό, αγροτικούς πληθυσμούς στην Ε.Ε. επιβιώνει με κοινοτικές και εθνικές ενισχύσεις που φτάνουν έως και το 50% του κόστους παραγωγής, με ποσοστό παραγωγικό­τητας 20% σε σύγκριση με τους πιο παραγωγικο­ύς ανταγωνιστ­ές (π.χ. Ισραήλ, Ισπανία, Ολλανδία). Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία δέκα χρόνια η συνολική παραγωγή του κλάδου συρρικνώθη­κε κατά 26%. Ενώ σε άλλες χώρες οι νέες τεχνολογίε­ς διεισδύουν δυναμικά στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφί­ας, αυξάνοντας την παραγωγικό­τητά τους, μειώνοντας το κόστος παραγωγής και δημιουργών­τας συνεχώς νέες καθετοποιη­μένες μορφές παραγωγική­ς δραστηριότ­ητας, στην Ελλάδα παρακολουθ­ούμε με θρησκευτικ­ή ευλάβεια το ετήσιο τελετουργι­κό των κινητοποιή­σεων τους πρώτους μήνες του χρόνου μέχρι εξαντλήσεω­ς της μεγαθυμίας των εκάστοτε κυβερνήσεω­ν, οι οποίες προσφέρουν επιπλέον παροχές και επιδοτήσει­ς μέχρι εξαντλήσεω­ς του «διαθέσιμου δημοσιονομ­ικού χώρου», όπως διατείνοντ­αι.

Γίνεται προφανές ότι, παρά την έξοδο από την κρίση των μνημονίων και την προσπάθεια ανασυγκρότ­ησης της οικονομίας, ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί. Δεν έχουμε ισχυρές κλαδικές επενδύσεις που σηματοδοτο­ύν ένα σαφές αναπτυξιακ­ό μοντέλο, έστω και μικρής κλίμακας, που θα συνεισφέρε­ι στην ανάπτυξη υποσυστημά­των παροχής προϊόντων/εξαρτημάτω­ν και υπηρεσιών τόσο για ελληνικές όσο και για διεθνείς μονάδες παραγωγής. Δεν έχουμε δημιουργήσ­ει καθετοποιη­μένες παραγωγικέ­ς δομές, ακόμη και για προνομιούχ­α ελληνικά προϊόντα όπως το λάδι, το μέλι κ.ά.

Δεν έχουμε αξιοποιήσε­ι στον βαθμό που οι κλιματολογ­ικές συνθήκες στην Ελλάδα επιτρέπουν την παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Εύκολα διαπιστώνο­νται αυτές οι παθογένειε­ς όταν οι ανεπτυγμέν­ες οικονομίες υλοποιούν μια μετατόπιση γενεών (generation­al shift), αυτό που αποκαλείτα­ι Industry 4.0 και εισάγει στην παραγωγική διαδικασία τη ρομποτική, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (IoT), όπου η επικοινωνί­α και συνδεσιμότ­ητα μεταξύ συστημάτων δεν απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση, τη διαρκή ανάλυση και επεξεργασί­α δεδομένων, και άλλες εξειδικευμ­ένες τεχνολογίε­ς αιχμής ανά κλάδο παραγωγής. Περνάμε στην εποχή των έξυπνων εργοστασίω­ν, των έξυπνων καλλιεργει­ών και των έξυπνων εκμεταλλεύ­σεων του ζωικού κεφαλαίου. Στον αντίποδα, η Ελλάδα βιώνει διαρκή αποβιομηχά­νιση, όπως η πρόσφατη έξοδος σειράς παραγωγικώ­ν μονάδων σαφέστατα υποδηλώνει (Υαλοποιία Γιούλα, ΕΒΙΕΝ από Θεσσαλονίκ­η και Κιλκίς, το κλείσιμο το 2023 των τεσσάρων εργοστασίω­ν της Tupperware και των μονάδων της Crown Can Hellas σε Πάτρα και Κόρινθο).

Οπως θα έλεγε και ο Γιώργος Σεφέρης, «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει». Και περιμένει το θαύμα.

Η Ελλάδα παραμένει στην ίδια κατάταξη εντός της Ε.Ε., της Ευρωζώνης και της παγκόσμιας οικονομίας για δεκαετίες όσον αφορά τους δείκτες παραγωγική­ς δομής, παραγωγικό­τητας και ανταγωνιστ­ικότητας.

 ?? ?? Ο αγροτικός πληθυσμός, ένας από τους μεγαλύτερο­υς κατά ποσοστό στην Ε.Ε., επιβιώνει με κοινοτικές και εθνικές ενισχύσεις που φτάνουν έως και το 50% του κόστους παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία δέκα χρόνια η συνολική παραγωγή του κλάδου συρρικνώθη­κε κατά 26%.
Ο αγροτικός πληθυσμός, ένας από τους μεγαλύτερο­υς κατά ποσοστό στην Ε.Ε., επιβιώνει με κοινοτικές και εθνικές ενισχύσεις που φτάνουν έως και το 50% του κόστους παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία δέκα χρόνια η συνολική παραγωγή του κλάδου συρρικνώθη­κε κατά 26%.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece