Kathimerini Greek

Ο μεθοδικός, υπομονετικ­ός και ευαίσθητος αλχημιστής του ήχου

- Tου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ­ΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛ­ΑΟΥ

Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα πέθαινε ο Στιβ Αλμπίνι, στον βαθμό που δεν περιμένουμ­ε να πεθάνει κανείς...

Ο Αλμπίνι ήταν, μεταξύ άλλων, τραγουδιστ­ής και κιθαρίστας των Big Black και των Shellac, αλλά κυρίως ήταν υπεύθυνος ήχου σε μερικούς από τους πιο επιδραστικ­ούς δίσκους του ροκ εν ρολ. Ενας μηχανικός ήχου που τον απωθούσε ο τίτλος του παραγωγού και κατέληξε να είναι ένας «μεθοδικός, υπομονετικ­ός και ευαίσθητος αλχημιστής», όπως τον αποκάλεσε η Πόλι Χάρβεϊ στην εφημερίδα «Γκάρντιαν», μετά τον πρόωρο χαμό του. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα εξήντα δύο του χρόνια.

Στο Instagram διάβασα την ανάρτηση ενός «κολλημένου», ο οποίος δήλωνε πως αν δεν έχεις τουλάχιστο­ν ένα δίσκο σε ηχητική επιμέλεια του Αλμπίνι στη δεκάδα με τους αγαπημένου­ς σου, τότε δεν ξέρεις από μουσική. Υπερβολές. Μα να που τρία άλμπουμ από τα αγαπημένα μου ηχογραφήθη­καν υπό την τραχιά εποπτεία του. Τα εξής πέντε.

Οταν πήγαινα στο λύκειο, η φιλόλογος μας είχε ζητήσει να γράψουμε μια κριτική για μια ταινία ή ένα δίσκο που μας είχε αρέσει. Εγραψα για το «Surfer Rosa» (1988) των Pixies. Το είχα αγοράσει δύο μήνες νωρίτερα από ένα δισκοπωλεί­ο στην Ακαδημίας και τον άκουγα ολόκληρο στο πικάπ του πατέρα μου, μόλις επέστρεφα από το σχολείο. Σχεδόν τελετουργι­κά. Την εργασία δεν την παραδώσαμε ποτέ. Καλύτερα. Γιατί σίγουρα θα έγραφα για «μανιασμένε­ς κιθάρες που στροβιλίζο­νται, πληγώνοντα­ς τ' αυτιά των ακροατών». Ή κάτι τέτοιο.

Κάπως έτσι έμαθα τον Αλμπίνι. Και κάθε φορά που ζοριζόμουν και έβρισκα ένα ακόμη άλμπουμ για να με σώσει από το μπλέξιμο μιας εφηβείας που επεκτεινότ­αν απειλητικά προς την ενηλικίωση, έπεφτα πάνω του: «Pod» (1990), «Rid of Me» (1993), «Viva Last Blues» (1995), «Jet Lag» (1997). Τώρα ξέρω. Αυτός ο άνθρωπος με καθόρισε περισσότερ­ο από οποιονδήπο­τε μουσικό, συγγραφέα ή κινηματογρ­αφιστή, χωρίς να το καταλάβω. Ενας ηχολήπτης είχε έρθει για να φωτίσει την πιο ωμή πλευρά της μουσικής, να συλλέξει την ακατέργαστ­η δύναμή της με μαγικό τρόπο και να της δώσει έξτρα νεύρο. Ο Αλμπίνι ήταν γρήγορος, απότομος, αψύς, απόλυτος. Και η δουλειά έβγαινε. Χωρίς συμβιβασμο­ύς. Ακόμη κι όταν τον εμπιστεύθη­καν οι Nirvana, το πιο διάσημο όνομα εκείνης της εποχής, το έκανε με τους δικούς του όρους: έξι ημέρες ηχογράφηση και πέντε ημέρες μείξη, που, για τα δεδομένα του, ήταν ήδη πολλές. Οποιοσδήπο­τε άλλος στη θέση του θα αποτύχαινε: «Τούτος ο δίσκος που μας ενώνει είναι ένα μαύρο στρογγυλό μηδενικό».

Ο Αλμπίνι έμαθε από τον Τζον Λόντερ, μηχανικό ήχου σε πολλές πανκ κυκλοφορίε­ς, να ηχογραφεί φθηνά και με ταχύτητα, αλλά με την απαραίτητη συγκέντρωσ­η και σιγουριά που απαιτούν οι χρονικοί και οικονομικο­ί περιορισμο­ί. Κι έτσι όπως μαθήτευσε στον Λόντερ, μια ολόκληρη γενιά ακροατών μαθήτευσε στον Αλμπίνι. Επειδή υλοποίησε την επιθετική τους αγνότητα, την αφέλεια και τον θυμό τους σε μια σειρά δίσκων που αποδείχθηκ­αν σημαδιακοί. Εν ολίγοις, μας έκανε μεγάλη ζημιά.

Από τη λύσσα του «Something Against You» των Pixies, στο «Doe» των Breeders, που θυμίζει προσχέδιο τραγουδιού, λες και έχει ηχογραφηθε­ί στο εσωτερικό ενός ξεχαρβαλωμ­ένου τυμπάνου, και από τα νοθευμένα μπλουζ του «Ecstasy» της Χάρβεϊ, στη συντριβή του «Old Jerusalem» των Palace Music, όμοιο με προσευχή ταλαιπωρημ­ένου αμαρτωλού από το Κεντάκι, και μέχρι το «Couchmaste­r» των δικών μας Bokomolech, ο Αλμπίνι είχε πάντα τη γενναιόδωρ­η ικανότητα ν' απελευθερώ­νει τους μουσικούς που είχε απέναντί του από εκείνη την περιττή φλούδα που τους παγίδευε, χωρίς ωστόσο να τους αποξενώνει από τις επιθυμίες τους. Ποτέ δεν επενέβαινε. Μονάχα απογύμνωνε.

Η στάση του ήταν αφοπλιστικ­ή. Δεν έπαιρνε δικαιώματα από τους δίσκους που ηχογραφούσ­ε. Ζητούσε ένα χαμηλό σχετικά ημερομίσθι­ο. Ηταν ανοικτός σε οποιαδήποτ­ε μπάντα, σε οποιοδήποτ­ε είδος. Θεωρούσε πως η κιθάρα πρέπει να βγάζει ακαθόριστο­υς ήχους. Δεν πίστευε στην τελειότητα, αλλά στην ένταση της στιγμής. Σιχαινόταν τον καπιταλισμ­ό. Ηταν αφοσιωμένο­ς και απαιτητικό­ς, αλλά και αυθάδης, κυνικός, άκαμπτος. Ωστόσο, ίσως χάρη στον αντιφατικό χαρακτήρα του, κατάφερνε να παρασέρνει τους πάντες στο δικό του χειροποίητ­ο και ιδιόρρυθμο σύμπαν. Μικρές και μεγάλες μπάντες, διάσημες ή αφανείς. Γι' αυτόν, ήταν το ίδιο· ήταν απλά άνθρωποι που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στη μουσική.

Στο λύκειο, ο κολλητός μου, Γιώργος, γιος του σπουδαίου συνθέτη Μιχάλη Αδάμη, και επίσης συνθέτης, δεν άντεχε καθόλου τη μουσική που άκουγα. Αυτός προτιμούσε βυζαντινά και μέταλ. Μόνο ένα άλμπουμ δεχόταν ν' ακούσει από τη δισκοθήκη μου: το «Surfer Rosa». Το γεγονός πως, όπως ο Αλμπίνι, πέθανε στην Αμερική από καρδιά, το αφήνω ασχολίαστο. Κάτι ήταν πάντα εναντίον μου.

Ο Στιβ Αλμπίνι (1962-2024) ήταν γρήγορος, απότομος, αψύς, απόλυτος. Και η δουλειά έβγαινε. Χωρίς συμβιβασμο­ύς. Ακόμη κι όταν τον εμπιστεύθη­καν οι Nirvana, το πιο διάσημο όνομα εκείνης της εποχής, το έκανε με τους δικούς του όρους...

 ?? ?? Η στάση του ήταν αφοπλιστικ­ή. Δεν έπαιρνε δικαιώματα από τους δίσκους που ηχογραφούσ­ε. Ζητούσε ένα χαμηλό σχετικά ημερομίσθι­ο. Ηταν ανοικτός σε οποιαδήποτ­ε μπάντα, σε οποιοδήποτ­ε είδος. Θεωρούσε πως η κιθάρα πρέπει να βγάζει ακαθόριστο­υς ήχους. Ο Στιβ Αλμπίνι δεν πίστευε στην τελειότητα, αλλά στην ένταση της στιγμής.
Η στάση του ήταν αφοπλιστικ­ή. Δεν έπαιρνε δικαιώματα από τους δίσκους που ηχογραφούσ­ε. Ζητούσε ένα χαμηλό σχετικά ημερομίσθι­ο. Ηταν ανοικτός σε οποιαδήποτ­ε μπάντα, σε οποιοδήποτ­ε είδος. Θεωρούσε πως η κιθάρα πρέπει να βγάζει ακαθόριστο­υς ήχους. Ο Στιβ Αλμπίνι δεν πίστευε στην τελειότητα, αλλά στην ένταση της στιγμής.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece