Σπατάλη κεφαλαίων σε έργα λιμενικών υποδομών της Ευρώπης
Ποιες οι διαπιστώσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου - Άστοχες επενδύσεις 194 εκατ.
Μεγάλη σπατάλη κεφαλαίων για έργα λιμενικών υποδομών σε ευρωπαϊκά λιμάνια την περίοδο 2000-2013 διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε έκθεσή του, που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου, επισημαίνεται ότι οι δαπάνες που πραγματοποίησε η Ε.Ε. μεταξύ 2000 και 2013 για εγκαταστάσεις όπως κρηπιδώματα, νηοδόχοι και κυματοθραύστες στα λιμάνια της Ε.Ε. στα οποία έγινε έρευνα, κατά το ένα τρίτο τους, ήταν αναποτελεσματικές και μη βιώσιμες.
Χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι «ανά τρία ευρώ που διατέθηκαν στα ελεγχθέντα έργα, το ένα (που αντιστοιχεί σε 194 εκατ. ευρώ) δαπανήθηκε σε έργα που απλώς συνίσταντο στην κατασκευή υποδομών των οποίων όμοιες υπήρχαν ήδη σε παρακείμενους λιμένες. Επίσης 97 εκατ. ευρώ επενδύθηκαν σε υποδομές που είτε παρέμεναν σε αχρηστία είτε υποχρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό για πάνω από τρία έτη μετά την ολοκλήρωσή τους».
Οι ελεγκτές, σημειώνεται στην έκθεση, αξιολόγησαν τις στρα- τηγικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών σχετικά με τις μεταφορές εμπορευμάτων διά θαλάσσης, καθώς και την οικονομική αποδοτικότητα των επενδύσεων της Ε.Ε. σε λιμενικές υπηρεσίες, οι οποίες ανήλθαν συνολικά, μεταξύ 2000 και 2013, σε 17 δισ. ευρώ υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων.
Πραγματοποίησαν επισκέψεις σε 19 θαλάσσιους λιμένες σε πέντε χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ισπανία, Σουηδία) και διαπίστωσαν ότι οι μακροπρόθεσμες στρατηγικές που εφαρμόζονταν δεν συνιστούσαν άρτια βάση για τον σχεδιασμό της δυναμικότητας των λιμένων.
Ούτε η Ε.Ε. ούτε τα κράτη-μέλη προέβησαν σε στρατηγική ανάλυση του ποιοι λιμένες χρειάζονται χρηματοδότηση ή των λόγων για τους οποίους τη χρειάζονται, ενώ το γεγονός ότι πολλοί γειτονικοί λιμένες επένδυσαν ταυτόχρονα σε παρόμοιες υποδομές και ανωδομές μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων είχε ως αποτέλεσμα αναποτελεσματικές και μη βιώσιμες επενδύσεις.
Από την επαναξιολόγηση των πέντε έργων που είχαν ήδη ελεγχθεί το 2010 προκύπτει ότι η οι- κονομική αποδοτικότητά τους δεν ήταν η αναμενόμενη: η χρήση των χρηματοδοτηθεισών από την Ε.Ε. υποδομών που προστέθηκαν στους εν λόγω λιμένες εξακολουθούσε να είναι ανεπαρκής, μολονότι αυτοί λειτουργούσαν ήδη άνω της δεκαετίας. Σε τέσσερις λιμένες οι σχετικές λιμενικές περιοχές παρέμεναν εντελώς ή σχεδόν εξ ολοκλήρου ανεκμετάλλευτες, ενώ στον πέμπτο δεν πραγματοποιούνταν καν δραστηριότητες.
Τα χρηματοδοτημένα από την Ε.Ε. έργα που ελέγχθηκαν στερούνταν επίσης αποδοτικότητας, με υπερβάσεις κόστους 139 εκατ. ευρώ, ενώ 19 από τα 30 ολοκληρωμένα έργα που εξετάστηκαν είχαν υποστεί καθυστερήσεις, οι οποίες άγγιζαν έως και το 136% των αρχικών εκτιμήσεων. Επτά από τα 37 έργα που ελέγχθηκαν για πρώτη φορά (στα οποία αντιστοιχούν 524 εκατομμύρια ευρώ χρηματοδοτικών πόρων της Ε.Ε.) δεν είχαν ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο του ελέγχου.
Επιπλέον, ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής και της ΕΤΕπ ως προς τη χρηματοδότηση λιμενικών υποδομών δεν λειτούργησε κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο: η χορήγηση δανείων από την ΕΤΕπ σε γειτονικούς λιμένες εκτός Ε.Ε. (π.χ. Μαρόκο) παρακώλυσε την αποτελεσματικότητα των χρηματοδοτικών πόρων που επένδυσε η Ε.Ε. σε λιμένες της.
Η χρηματοδότηση της Ε.Ε. σε επίπεδο έργων συνδεόταν με τις εκροές και όχι με τα αποτελέσματα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα οι δαπάνες τους να εξακολουθούν να είναι επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση από την Ε.Ε. παρότι μερικές από τις υποδομές που έλαβαν ενωσιακή χρηματοδότηση βρίσκονταν στην πραγματικότητα σε αχρηστία.
Σε 14 ελεγχθέντες λιμένες ήταν πολλές οι μεταφορικές συνδέσεις (οδικές και σιδηροδρομικές) με την ενδοχώρα που ήταν ελλιπείς και ανεπαρκείς. Για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα χρειαστεί πρόσθετη δημόσια χρηματοδότηση προκειμένου να τελεσφορήσουν οι επενδύ- σεις που έγιναν αρχικά στους λιμένες.
Τέλος, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Επιτροπή δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς των κρατικών ενισχύσεων και των τελωνειακών διαδικασιών για να κατοχυρώσει τον ισότιμο ανταγωνισμό των θαλάσσιων λιμένων. Προκειμένου να αποφευχθεί η στρέβλωση της αγοράς, θα έπρεπε να έχει ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των ελέγχων επί των κρατικών ενισχύσεων. Αυτό θα επιτυγχανόταν αν παρακολουθούνταν εκ των υστέρων το κατά πόσον οι όροι υπό τους οποίους είχαν ληφθεί προηγούμενες αποφάσεις (π.χ. για εκχωρήσεις) παρέμεναν ως είχαν ή αν παρεχόταν σαφής καθοδήγηση για το ποιες ανωδομές για συγκεκριμένους χρήστες θα μπορούσαν να λάβουν στήριξη.