Η πολιτική, η ηθική ή οι προσδοκίες κινούν τις αγορές;
Διάθεση για ρίσκο γεννούν τα εταιρικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ - Δεν φοβίζει η ρητορική Τραμπ
Ενώ πληθαίνουν οι φωνές που θεωρούν ότι οι πρώτες μέρες του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία έχουν αυξήσει την αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην παγκόσμια ανάπτυξη και τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, οι αγορές ανεβαίνουν. Όσοι έβλεπαν το τέλος της ανόδου από το 2009 στις πρώτες βδομάδες του 2017, εξαιτίας των αναταράξεων που θα προκαλέσει η ασυνήθιστα επιθετική ρητορική του νέου προέδρου, διαψεύσθηκαν για πολλοστή φορά. Η πολιτική αυτή την εποχή «επισκιάζει» αρκετές φορές ακόμα και τα εταιρικά αποτελέσματα. Αν και αυτά εξελίσσονται με τρόπο που ενισχύει τη διάθεση για ανάληψη ρίσκου και συνηγορεί στο χτίσιμο μεγάλων προσδοκιών.
Η θετική οπτική
Η συνισταμένη των επενδυτικών επιλογών «ομολογεί» ότι οι στόχοι της πολιτικής Τραμπ είναι εκπληκτικά φιλόδοξοι, αλλά ήδη έχουν «αγοράσει» την ατζέντα του επί της πολιτικής υπέρ της ανάπτυξης. Έχουν ήδη αλλάξει τις προβλέψεις τους επί του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ, με τους μετριοπαθείς να το ορίζουν στο 3% για το τρέχον έτος. Πιστεύουνε ότι θα πετύχει στη μείωση των φόρων και των κανονισμών. Επίσης θεωρούνε ότι η θέση του για την απομάκρυνση των ΗΠΑ από τις πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες και η αντικατάστασή τους με διμερείς έχει νόημα και μπορεί στην πραγματικότητα να σώσει, αντί να σκοτώσει, την παγκοσμιοποίηση. Το δίκαιο εμπόριο δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο με το ελεύθερο εμπόριο και θα μπορούσε επίσης να βελτιώσει την εισοδηματική ισότητα στον πλανήτη.
Είναι πολύ πιθανό οι χώρες στον υπόλοιπο κόσμο να ανταποκριθούν στην πρόκληση που θέτει το νέο δόγμα «Η Αμερική Πρώτη», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν στις ΗΠΑ. Δεν είναι πιθανό να υποθέτουν ότι η αγορά των ΗΠΑ θα παραμείνει ανοιχτή για τις εξαγωγές τους. Οι ΗΠΑ έχουν σχηματίσει ένα μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο, το οποίο ισούται με το ύψος του εμπορικού πλεονάσματος στον κόσμο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών μέχρι τον Δεκέμβριο ανερχόταν σε 731 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι κύριοι δικαιούχοι αυτού του πλεονάσματος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν οι ακόλουθες χώρες και περιοχές: Κίνα (347 δισ.), η Ευρωπαϊκή Ένωση (148 δισ.), η Ιαπωνία (69 δισ.), το Μεξικό (63 δισ.) και ο Καναδάς (11 δισ.).
Η γραμμή του προστατευτισμού που φέρνει ο Τραμπ αποτελεί τη βάση της άμεσης αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουν οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Αμερικής, δηλαδή όλες οι χώρες που έχουν απολαύσει, για τις εξαγωγές τους, μια μεγάλη ανοιχτή αγορά στις ΗΠΑ. Δεν θα έχουν πολλές επιλογές, παρά να επιχειρήσουν την καλύτερη διαπραγμάτευση που μπορούν να κερδίσουν από τη διοίκηση Τραμπ, η οποία δεν είναι πιθανό να είναι τόσο καλή όσο αυτή που έχουν τώρα.
Επίσης, είναι πιθανό να ανταποκριθούν στην πρόκληση, επιδιώκοντας να κάνουν περισσότερες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους και να αναπτύξουν περισσότερο την εγχώρια ζήτηση. Για να τονώσουν την οικονομική τους ανάπτυξη, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ μπορεί, στο μέλλον, να είναι μια λιγότερο αξιόπιστη πηγή ανάπτυξης. Αν αυτές είναι οι απαντήσεις από άλλες χώρες στο «Η Αμερική Πρώτη», τότε αυτό το δόγμα θα μπορούσε να έχει πολύ θετικές συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο. Θα μπορούσε να σπάσει επιτέλους την εξάρτηση πολλών χωρών του τρίτου κόσμου, αλλά και αναπτυσσόμενες από τις ΗΠΑ και να συμβάλει περισσότερο στην παγκόσμια ανάπτυξη.
Οι παλαιές φιλίες και η Wall Street
Η δήλωση που κυκλοφόρησε μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής χάραξης πολιτικής της Fed ήταν εντυπωσιακά υπέρ της χαλαρότητας στη νομισματική πολιτική. Η λέξη «σταδιακή» εμφανίστηκε δύο φορές για να περιγράψει τον πιθανό ρυθμό των αυξήσεων στο επιτόκιο των ομο- σπονδιακών κεφαλαίων και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι η επόμενη αύξηση είναι πιθανό να συμβεί στην επόμενη συνεδρίαση. Προς το παρόν οι αξιωματούχοι της Fed φαίνεται να ξοδεύουν τον χρόνο τους μένοντας στο περιθώριο και παρακολουθούν τις εξελίξεις, ενώ ο πρόεδρος Τραμπ ξετυλίγει με ταχύτητα την οικονομική του πολιτική. Ίσως δεν είναι τόσο σίγουροι ότι θα είναι σε θέση να υλοποιήσει σχετικά γρήγορα το πρόγραμμα των δημοσιονομικών κινήτρων. Σε κάθε περίπτωση, είναι πιθανό η αύξηση των επιτοκίων να είναι σταδιακή, δηλαδή δύο ή τρεις αυξήσεις ρυθμό 25 μονάδων βάσης. Υπάρχουν επτά συνεδριάσεις της FOMC για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Μετά από τέσσερις από αυτές, η πρόεδρος της Fed θα πραγματοποιήσει συνέντευξη Τύπου: Στις 15 Μαρτίου, στις 14 Ιουνίου, στις 20 Σεπτεμβρίου και στις 13 Δεκεμβρίου. Σε εκείνες που η κα Γέλεν θα έχει την ευκαιρία να εξηγήσει την απόφαση της Fed είναι πιο πιθανό να γίνουν οι αυξήσεις. Αυτό που δεν θα εξηγηθεί, αλλά παρατήρησαν αρκετοί, ήταν ότι την Παρασκευή 3/2 οι τράπεζες του S&P 500 είχαν μια πολύ καλή μέρα, χάρη στην ανακοίνωση του Gary Cohn. Είναι ο διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του προέδρου Τραμπ. Δήλωσε ότι η διοίκηση θα κινηθεί γρήγορα για να αλλάξει τους ονομαζόμενους Dodd-Frank κανονισμούς, σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ως αποτέλεσμα, ο δεί- κτης S&P 500 Financials έκλεισε με αύξηση 2%, από την άνοδο κατά 4,2% των εισηγμένων στον τομέα της Επενδυτικής Βιομηχανίας, ενώ οι μετοχές της Goldman Sachs πήδηξαν κατά 4,6% εκείνη τη μέρα. Ο Cohn υπηρέτησε ως πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Goldman. Κατά την αναχώρησή του, η Goldman του έδωσε την αποζημίωση απόλυσης ύψους 285 εκατομμυρίων και αυτός, πιθανά, έδειξε την εκτίμησή του. Αντέδρασαν στελέχη των Δημοκρατικών όπως οι Elizabeth Warren και η γερουσιαστής Tammy Baldwin, που σε επιστολή τους αμφισβητούν την «εκπληκτικά απροσδόκητη» δήλωση Cohn και την ικανότητα του πρώην στελέχους της Goldman Sachs να μη λαμβάνει υπ’ όψιν τις «παλαιές φιλίες», όταν λαμβάνει αποφάσεις για την οικονομία.
Η ανθεκτικότητα της ανοδικής τάσης από την ημέρα των εκλογών, και ιδιαίτερα μετά την εγκατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ήταν εντυπωσιακή, παρά το μέγεθος του, σχεδόν εκκωφαντικού, πολιτικού θορύβου που παράγεται διαρκώς από την Ουάσιγκτον. Η αγορά εξακολουθεί να επικεντρώνεται στο υποκείμενο ισχυρότερο σήμα από τα εταιρικά κέρδη και τα στοιχήματα ότι οι πολιτικές του προέδρου Τραμπ, σε τελική ανάλυση, θα τα ενισχύσει. Οι αγοραίοι, θα θέλανε να δούνε λιγότερους ταύρους στις συναλλαγές και λιγότερο επιθετική ρητορική.
[SID:10838249]