Τι θα σημάνει η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
Ο επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς στη «Ν»
Μεγάλες προσδοκίες διατηρεί η ελληνική κυβέρνηση αλλά και όλη η επενδυτική και επιχειρηματική κοινότητα από την πιθανή ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, μια διαδικασία όμως η οποία σε σημαντικό βαθμό αμφισβητείται για το αν και πότε θα επιτευχθεί. Οι προοπτικές για την ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, την έξοδο στις αγορές, αλλά και τη μείωση του δανεισμού των επιχειρηματικών ομίλων αποτελούν τις βασικές επιδιώξεις από την επιτυχή ολοκλήρωση της εισαγωγής. Η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα QE αποτελεί έναν από τους τρεις βασικούς πυλώνες του κυβερνητικού αφηγήματος, ωστόσο η καθυστέρηση κατά περίπου ένα χρόνο στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος, σε συνδυασμό με τις έντονες γερμανικές πιέσεις για άρση των νομισματικών μέτρων προκαλούν ανησυχία κατά πόσο η χώρα θα προλάβει το τρένο του φθηνού χρήματος που τρέχει στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τον Ηλία Λεκκό, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζα Πειραιώς, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν το ζήτημα της συμμετοχής των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης -με άλλα λόγια η απόφαση της ΕΚΤ να αγοράσει και ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να μειώσει το κόστος χρήματος και να βελτιώσει τις συνθήκες ρευστότητας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη- αποτελεί άλλη μια περίπτωση όπου οι προσδοκίες μας ίσως να υπερβαίνουν τα πραγματικά δεδομένα.
«Κατά γενική ομολογία η απόφαση της ΕΚΤ να επενδύσει -και- σε ελληνικά ομόλογα θα θέσει σε κίνηση μια αλυσίδα γεγονότων τα οποία θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Κατά πρώτο και κύριο λόγο η απόφαση της ΕΚΤ θα αποτελέσει ένα πολύ ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία και μια κίνηση αναγνώρισης της μεγάλης προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης που έχει συντελεστεί. Ταυτόχρονα, σε πιο πρακτικό επίπεδο, η απόφαση της ΕΚΤ θα οδηγήσει -σε συνδυασμό με την περιορισμένη εμπορευσιμότητα των ελληνικών ομολόγων- σε αύξηση των τιμών και άρα πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Με τη σειρά της η πτώση των αποδόσεων θα δημιουργήσει εκείνες τις θετικές συνθήκες που θα δώσουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές, προχωρώντας σε νέες εκδόσεις ομολόγων. Τέλος, η πτώση των αποδόσεων θα οδηγήσει και σε μείωση του προεξοφλητικού επιτοκίου που χρησιμοποιείται για την τιμολόγηση όλων των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων(Greek Assets), δηλαδή μετοχών, εταιρικών ομολόγων, ακινήτων, περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου προς ιδιωτικοποίηση, δημιουργώντας νέες προοπτικές στην ελληνική οικονομία.
Τη λογική αλληλουχία και πιθανότητα υλοποίησης του ανωτέρω σεναρίου και προσυπογράφουμε και υποστηρίζουμε. Ταυτόχρονα, όμως, δεν θα πρέπει να απωλέσουμε την αίσθηση του μέτρου, αφήνοντας τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας να ξεπεράσουν κατά πολύ την πραγματικότητα. Η πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων θα βοηθήσει την επάνοδο στις αγορές, ωστόσο καθοριστικής σημασίας θα είναι η απόφαση για οριστική διευθέτηση του δημόσιου χρέους, καθώς θα είναι δύσκολο η Ελλάδα να εκδώσει χρέος με διάρκεια πέραν του 2021, καθώς το 2022 αντιμετωπίζει σημαντικές ανάγκες αναχρηματοδότησης. Ακόμα και στο μεσοδιάστημα θα είναι πολύ δύσκολο η Ελλάδα να μπορέσει να καλύψει το σύνολο των χρηματοδοτικών της δαπανών από τις αγορές, συνεπώς κάποιας μορφής χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα θα είναι απαραίτητη.
Πέρα όμως από αυτό, το κόστος χρήματος και το ασφάλι- στρο κινδύνου μιας οικονομίας δεν μπορεί να “προσδιοριστεί διοικητικά” από την οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα, αλλά είναι αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής συνοχής και υπευθυνότητας της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του “θετικού μερίσματος” που μπορεί κάποιος να καρπωθεί ως αποτέλεσμα της αξιοπιστίας και συνέπειάς του, αποτελούν μερικές από τις κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες, έχοντας καταφέρει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αγορών, έχουν κόστος χρήματος της τάξης του 1,8%2,7%, πολύ χαμηλότερο από το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων. Ταυτόχρονα, ενώ το τελευταίο διάστημα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων έχουν αρχίσει εκ νέου να αυξάνονται, οι αποδόσεις των εν λόγω εταιρικών ομολόγων συνεχίζουν την καθοδική τους πορεία.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι δεν υφίσταται μια μαγική, ανώδυνη και άμεση λύση στα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, η ανάκαμψη θα επέλθει σε βάθος χρόνου και θα έχει τη μορφή μιας σειράς μικρών αλλά συστηματικών βημάτων βελτίωσης και σταθεροποίησης, όπως ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την άρση των capital controls, την επαναφορά καταθέσεων, τη βελτίωση των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας και τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Αναμφισβήτητα και η συμμετοχή στο QE είναι ένα από αυτά».
[SID:10823119]