«Κοκτέιλ» QE και φθηνού ευρώ επανεκκίνησε την οικονομία
Με την οικονομία της Ευρωζώνης εγκλωβισμένη σε αναιμική ανάπτυξη και με ορατό τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έγραψε το 2015 ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία, εγκαινιάζοντας πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) με αγορές κρατικών ομολόγων. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα και έχοντας αγοράσει κρατικό χρέος αξίας άνω του ενός τρισ. ευρώ, η πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού δείχνουν ότι το QE, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μη-συμβατικά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, απέδωσε καρπούς. Πώς όμως κατάφερε η ΕΚΤ να συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας και του πληθωρισμού; Σύμφωνα με τις μελέτες οικονομικών ινστιτούτων, αλλά και της ίδιας της ΕΚΤ, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης κατάφερε να μειώσει σημαντικά το επιτόκιο δανεισμού των χωρών-μελών της Ευρωζώνης και τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων. Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ προσέφερε ένα δυνατό κίνητρο τόνωσης του δανεισμού προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και για αύξηση των επενδύσεων, υπογραμμίζουν σε μελέτη οικονομολόγοι του Bruegel για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος αγορών ενεργητικού της ΕΚΤ. Ταυτόχρονα, η άσκηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής οδήγησε σε εξασθένηση του ευρώ, καθιστώντας πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές χωρώνμελών της Ευρωζώνης. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε στις 22 Ιανουαρίου 2015 ότι από τον Μάρτιο θα αρχίσει τις αγορές ομολόγων του δημόσιου τομέα (Public Sector Purchase Programme), το οποίο αποτελούσε επέκταση του Προγράμματος Αγορών Ενεργητικού (Asset Purchase Programme). Στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει κρατικά ομόλογα χωρών της Ευρωζώνης και χρεόγραφα άλλων ευρωπαϊκών θεσμών και οργανισμών. Τον Δεκέμβριο του 2015, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ανακοίνωσε την παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης έως τον Μάρτιο του 2017 έναντι αρχικής προθεσμίας τον Σεπτέμβριο του 2016. Επίσης, διεύρυνε τον κατάλογο επιλέξιμων τίτλων, με την προσθήκη ομολόγων από περιφέρειες και τοπικές αυτοδιοικήσεις. Τον Μάρτιο του 2016, η ΕΚΤ ανακοίνωσε περαιτέρω επέκταση του προγράμματος, αυξάνοντας τις μηνιαίες αγορές ομολόγων από τα 60 στα 80 δισ. ευρώ, καθώς και ένα νέο πρόγραμμα αγοράς εταιρικού χρέους (Corporate Sector Purchase Programme), που προέβλεπε τις αγορές Investmentgrade εταιρικών ομολόγων (από το πρόγραμμα εξαιρούνται τραπεζικά ομόλογα). Στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου 2016, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την επέκταση του προγράμματος έως τον Δεκέμβριο του 2017, από τον Απρίλιο όμως επαναφέρει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων στα 60 από 80 δισ. ευρώ. Έως το τέλος του 2017, οι αγορές μέσω του προγράμματος θα έχουν υπερβεί τα 2,2 τρισ. ευρώ. Στη μελέτη των οικονομολόγων του Bruegel, αλλά και του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου (DIW), το QE είχε θετικό αντίκτυπο στις συνθήκες και τον όγκο δανεισμού προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά της Ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, ανακάμπτουν κατανάλωση και επενδύσεις, δύο βασικές παράμετροι που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Ο δανεισμός προς επιχειρήσεις υποχωρούσε σταθερά από το 2012, προτού σταθεροποιηθεί στο δεύτερο ήμισυ του 2015, μετά την έναρξη του QE. Ο δανεισμός προς νοικοκυριά άρχισε να αυξάνεται αμέσως μετά την ανακοίνωση των αγορών κρατικού χρέους, για να φθάσει σε ετήσιους ρυθμούς περίπου 2%. Οι οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης επιβεβαιώνουν τον κ. Ντράγκι, που είχε επανειλημμένως επιχειρηματολογήσει υπέρ του QE και της αποτελεσματικότητάς του στην επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Η οικονομία βρίσκεται επί 14 διαδοχικά τρίμηνα σε αναπτυξιακή τροχιά, η ανεργία υποχώρησε τον Δεκέμβριο στο 9,6%, στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2009 και ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο έκανε άλμα στο 1,8% από 1,1% τον Δεκέμβριο, στα υψηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο του 2013. Η ανάκαμψη του πληθωρισμού κοντά στον στόχο 2% της ΕΚΤ έχει σταθεί αφορμή για εκκλήσεις -κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας- για σταδιακή απόσυρση των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής στήριξης.
Υποτιμημένο ευρώ
Μπορεί ο Μάριο Ντράγκι να διαμηνύει επανειλημμένως ότι βασική εντολή της ΕΚΤ είναι η αποκατάσταση του πληθωρισμού και ότι η κεντρική τράπεζα δεν στοχεύει σε συγκεκριμένη συναλλαγματική ισοτιμία, τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι η εφαρμογή του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ισοτιμία του ευρώ, έχοντας αποδυναμώσει το ενιαίο νόμισμα. Το ευρώ έχει υποστεί απώλειες σχεδόν 25% από τον Μάιο του 2014, υποχωρώντας στις αρχές Ιανουαρίου σε ναδίρ 14 ετών, κάτω από το 1,04 έναντι του δολαρίου. Το ενιαίο νόμισμα έχει απομακρυνθεί σχεδόν 35% από το ιστορικό υψηλό, πάνω από το 1,60 που είχε αγγίξει την εποχή της κρίσης του 2008. Σύμφωνα όμως με το Bruegel, ένας παράγοντας που έχει επηρεάσει σημαντικά το ευρώ είναι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ. Η απόκλιση στην πορεία μεταξύ ΕΚΤ και Φέντεραλ Ριζέρβ (που από τον Δεκέμβριο του 2015 έχει αυξήσει δύο φορές τα επιτόκια και έχει προλειάνει το έδαφος για περισσότερες κινήσεις άσκησης αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής) οδηγεί σε εκροές κεφαλαίου, που πιέζουν προς τα κάτω το ευρώ. Ένα ασθενέστερο ενιαίο νόμισμα προσφέρει στήριγμα στις εξαγωγές και συμβάλλει στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, αλλά και στην άνοδο του πληθωρισμού, με το να καθιστά τα εγχώρια αγαθά φθηνότερα σε σύγκριση με τα εισαγόμενα προϊόντα. Από το υποτιμημένο ευρώ επωφελούνται κυρίως εκείνες οι οικονομίες που στηρίζονται στις εξαγωγές, όπως η Γερμανία, που το 2016 εμφάνισε το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στον κόσμο.
[SID:10822841]